Το βιβλίο Η Παλιά Γειτονιά του Κώστα Χατζιώτη είναι γραμμένο για την πάλαι ποτέ αστική γειτονιά του Αγίου Παύλου στην Αθήνα. Η γειτονιά στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε σύνθεση και μεγάλωσε γενιές παιδιών της εργατικής τάξης. Αυτά τα παιδιά ήταν που στα 90s μοιράστηκαν τα προαύλια και τα μπασκετάκια με παιδιά μεταναστών, μαθαίνοντας να ζούνε μαζί τους αλληλέγγυα και ανθρωπινά.
Από τις διάφορες μικρές ιστορίες του βιβλίου, γραμμένες από την αστική-αντικομμουνιστική σκοπιά, με ιδιαίτερο στοιχείο την αναπόληση της πάλαι ποτέ αφρόκρεμας που ζούσε στα αρχοντόσπιτα με τις «ανήλικες υπηρέτριες», ξεχωρίσαμε μια ιστορία. Την ιστορία αυτή την αντιγράψαμε γιατί ανεξάρτητα τον λόγο που την κατέγραψε ο συγγραφέας της, αναδεικνύει το πώς μετά την απελευθέρωση και τον Δεκέμβρη του 1944 λίγα «κόκκινα πανιά» γινόντουσαν φόβος και τρόμος, ακόμα και μέσα στα σχολεία!
***
Παρ’ ολίγον… αναρχικός!
Ήσαν οι πρώτοι μήνες μετά τα Δεκεμβριανά. Καιροί δύσκολοι, τραγικοί, η καχυποψία να βασιλεύει παντού.
Την προηγούμενη μέρα ο Ολυμπιακός είχε θριαμβεύσει επί της ΑΕΚ με 6-1. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους μεγάλους αγώνες μετά τα τραγικά γεγονότα που είχαμε ζήσει. Έτσι, το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, το μόνο μεγάλο που υπήρχε τότε, είχε γεμίσει ασφυκτικά με φιλάθλους (πραγματικούς φιλάθλους, όχι σαν τους σημερινούς χούλιγκαν) που είχαν σπεύσει να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Όλοι μαζί βέβαια, ανεξάρτητα από συλλογικές συμπάθειες.
Αυτός ήταν ο πρώτος επίσημος ποδοσφαιρικός αγώνας που παρακολούθησα. Με είχε μαζί του ο πρώτος μου εξάδελφος, ο Κώστας Μπακάκος, προς μεγάλη ανακούφιση της μητέρας μου, που θα γλύτωνε για μερικές ώρες από τα «κατορθώματά» μου. Επέστρεψα σπίτι κατενθουσιασμένος, κραδαίνοντας ένα κόκκινο κασκόλ κραυγάζοντας:
Ολυμπιακός! Ολυμπιακός!
Μεγάλος και τρανός…
Ο ενθουσιασμός μου ήταν τέτοιος, που δεν καταλάγιασε ούτε την επόμενη μέρα, οπότε πήγα στο σχολείο. Στο διάλειμμα συγκέντρωσα τους συμμαθητές μου στο υπόστεγο, στο βάθος της αυλής, ανέβηκα σε εάν πάγκο που ήταν εκεί και άρχισα συνεπαρμένος να περιγράφω τον αγώνα. Τους αφηγήθηκα πως ο παμπόνηρος Γιάννης Βάζος είχε επιτύχει δύο γκολ και ο χαλκέντερος σέντερ χαφ Ευάγγελος Χέλμης είχε εξουδετερώσει τον φοβερό Μαρόπουλο και τους άλλους επιθετικούς παίκτες της ΑΕΚ.
Η περιγραφή μου ενθουσίασε. Και όλοι μαζί, κραδαίνοντας το κόκκινο κασκόλ, αρχίσαμε να κραυγάζουμε: «Ολυμπιακός! Ολυμπιακός!»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έτυχε να περνά από δίπλα μας ο υποδιευθυντής του σχολείου, ο κερκυραίος Σπυρίδων Μαρτώνης, που ήταν αρκετά βαρήκοος. Άκουσε τις κραυγές μας, είδε να ανεμίζουμε το κόκκινο κασκόλ και… πανικοβλήθηκε στη σκέψη ότι στο σχολείο είχε οργανωθεί κομμουνιστική διαδήλωση! Σαν μαινόμενος ταύρος, όρμησε εναντίον μας κραδαίνοντας το… σωφρονιστικό όπλο του, τον χάρακα, που δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Η ομήγυρη, διασκεδάζοντας με την παρανόηση του Σπύρου Μαρτώνη, διαλύθηκε γελώντας και απέμεινα αποσβολωμένος με το κόκκινο κασκόλ, ανεβασμένος στον πάγκο. Ο Σπύρος Μαρτώνης δεν έχασε καιρό. Με άρπαξε από το αφτί, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες μου, και με οδήγησε στο γραφείο του Γεράσιμου Σαλβάνου, λέγοντάς του: «Ιδού ο πρωταίτιος της κομμουνιστικής εκδηλώσεως εντός του σχολείου μας!» Και παρέδωσε το κόκκινο κασκόλ στον Γεράσιμο Σαλβάνο.
Ο Γεράσιμος Σαλβάνος παρ’ ολίγον να πάθει αποπληξία. Κοκκίνισε, σφούγγισε νευρικά με το μαντήλι του τα μάτια του και με φωνή που αντήχησε σαν κρότος τηλεβόλου, χωρίς καν να με κοιτάξει, μου φώναζε: «Αποβάλλεσαι αυτή τη στιγμή! Να επανέλθεις με τον κηδεμόνα σου! Να δούμε τι θα πει ο γιατρός», δηλαδή ο πατέρας μου, «με τα κατορθώματά σου!»
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, που μου φάνηκαν αιώνες. Ύστερα, ο Γεράσιμος Σαλβάνος, ηρεμώντας κάπως, αποφάσισε να με ρωτήσει: «Πώς έμπλεξες έτσι, παιδί μου; Έχεις και… συνεργούς;»
Με όλη την τρομάρα που είχα, δεν μπόρεσα να κρατήσω ένα πνιχτό γέλιο. Και μόλις κατόρθωσα να μιλήσω, έδειξα το κασκόλ που κρατούσε ακόμη στα χέρια του ο Γεράσιμος Σαλβάνος.
«Μα δεν επρόκειτο για… αναρχική διαδήλωση. Εμείς γιορτάζουμε τον χθεσινό θρίαμβο του Ολυμπιακού επί της ΑΕΚ», είπα ξεφυσώντας.
Μόλις τότε ο Γεράσιμος Σαλβάνος άρχισε να υποπτεύεται ότι ο υποδιευθυντής του είχε πέσει θύμα παρανόησης. Κοίταξε το κασκόλ και είδε την επιγραφή: Ολυμπιακός!
Κάθισε ξεφυσώντας στην πολυθρόνα του γραφείου του και απευθυνόμενος προς τον Σπυρίδωνα Μαρτώνη, που προσπαθούσε να αντιληφθεί τι συνέβαινε, του είπε καθησυχαστικά: «Παρανόησις! Δεν επρόκειτο περί αναρχικής εκδηλώσεως, αλλά περί ποδοσφαιρικού πανηγυρισμού. Οι μαθητές εόρταζον, ως μη όφειλον, θορυβωδώς εντός του σχολείου την νίκην της ομάδος των».
Και στρεφόμενος προς την πλευρά μου, που εξακολουθούσα να μένω ακίνητος περιμένοντας την απόφασή του: «Μπορείς να πηγαίνεις! Αλλά να προσέχεις. Να προσέχετε όλοι σας. Μη λησμονείται ούτε λεπτό ότι ζούμε σε καιρούς χαλεπούς και πονηρούς».
Το επεισόδιο, που παρ’ ολίγο να είχε πολύ δυσάρεστες συνέπειες για την αφεντιά μου, είχε λάβει τέλος. Ένα τέλος ευτυχές, αφού έληξε χωρίς τιμωρίες και πρόσκληση του κηδεμόνος δια τα περαιτέρω…