Ο Μπενίτο Σερένο είναι μια νουβέλα που γράφτηκε από τον Χέρμαν Μελβίλ το 1855. Ο συγγραφέας είναι γνωστός για το καθηλωτικό του έργο από όλες τις απόψεις Μόμπυ Ντικ.
Η νουβέλα αυτή είχε πρωτομεταφραστεί στη χώρα μας το 1952 από τις εκδόσεις Ίκαρος και από το 2006 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Για πολλούς λόγους μπορεί να διαβαστεί και να κρατήσει συντροφιά στον αναγνώστη. Ως μια ναυτική ιστορία, ως μια πειρατική ιστορία, ως καλή λογοτεχνία, ως κόσμημα αφηγηματικού λόγου, ως φωτογραφική αποτύπωση μιας εποχής… Μπορεί να διαβαστεί και συνδυαστικά, έτσι κι αλλιώς ο καθένας στέκεται σε σημεία που θεωρεί ενδιαφέροντα ειδικά σε ένα κείμενο που περιγράφει μια εποχή που με μια πρώτη ματιά φαίνεται να χει ξεπεράσει η ανθρωπότητα.
Μιλάμε για την εποχή που μαύροι σκλάβοι μεταφέρονταν με καράβια από τους λευκούς πλοιοκτήτες προς εκμετάλλευση. Μια περίοδος φρίκης και βαρβαρότητας για τη μαύρη φυλή και ντροπής για ολάκερη την προοδευτική ανθρωπότητα. Μιλάμε για μια περίοδο που οι πρώτες αναφορές σε μαύρους σκλάβους φτάνουν στο 1510 στη Δυτική Σαχάρα και συνεχίζονται για αιώνες. Η μεταφορά των μαύρων ως σκλάβων και η λεηλασία των φυλών της Αφρικής θα στιγματίζει για πάντα τους λευκούς αποικιοκράτες αλλά και το ιμπεριαλιστικό σύστημα ως απόγονό τους.
Στη νουβέλα του Μελβίλ εμείς σταθήκαμε τελειώνοντας την στο ζήτημα της βίας (ως αντιβίας). Που θεωρούμε ότι είναι και το κεντρικό ζήτημα που διαπερνά το έργο. Εκεί βρίσκουμε και τη σημαντικότητά του. Δεν μπορέσαμε να μην μπούμε στο πειρασμό να φανταστούμε το τι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις θα άνοιξε στους τότε λογοτεχνικούς κύκλους και όχι μόνο αυτή η νουβέλα. Έχει γραφεί έτσι ώστε να παρακολουθεί κανείς τα τεκταινόμενα με τα μάτια ενός ήπιου σχετικά για την εποχή λευκού ρατσιστή αμερικάνου πλοίαρχου. Μη ξεχνάμε ότι ο ρατσισμός διαπερνά την λευκή φυλή από πάνω μέχρι κάτω και ότι οι μαύροι δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατώτερη φυλή που δε μπορούν να ζουν χωρίς αφέντη. Η ζωή τους δε μετρά παρά μόνο όσα ζητάνε στα λιμάνια οι δουλέμποροι.
Το 1799 οι μαύροι σκλάβοι του πληρώματος Σαν Ντόμινικ εξεγέρθηκαν και επέβαλαν στον καπετάνιο Μπενίτο Σερένο του δουλεμπορικού, κρατώντας τον όμηρο, να τραβήξει για Σενεγάλη…
Η εξέγερση, αν ήθελε να είναι νικηφόρα θα έπρεπε να είναι και ολοκληρωμένη, εδώ συναισθηματισμοί δεν χωράνε. Εξολόθρευσαν τους λευκούς ναύτες-δεσμοφύλακες με βιαιότητα. Εδώ είναι που ακόμα και σήμερα πολλοί θα έχουν επιφυλάξεις για τους «σκοπούς» των μαύρων που γίνονται χειρότεροι από τους εκμεταλλευτές τους, που δήθεν δεν αντέχουν την βία…
Το έργο γράφτηκε σε μια εποχή που δεν μπορούσε να δει την ιστορία με τα μάτια των μαύρων αλλά εκεί είναι η σπουδαιότητά του. Γιατί το κείμενο αυτό (ίσως και χωρίς να θέλει) αφήνει χώρο με τον τρόπο που γράφεται για δικαίωση των μαύρων σκλάβων. Οι ρατσιστές αναγνώστες της εποχής θα είδαν πανουργία, φανατισμό, πονηριά και σκληρότητα από τους νέγρους και την καταστολή της εξέγερσης από το πλήρωμα του πλοίαρχου Ντηλέηνο ως νίκη των ανώτερων ιδανικών της λευκής φυλής και του πολιτισμού. Ακόμα και σήμερα θα συγκλονιστούν πολλοί με τον αρχηγό της εξέγερσης Μπάμπο και την πονηριά του ίδιου και των συντρόφων του.
Δεν υπήρχε όμως στιγμή στην ιστορία των εξεγέρσεων που οι εξεγερμένοι να μην χρειάστηκε, για να τους φοβηθούν οι αφεντάδες, να απαντήσουν με βία, ηοποία ειδικά στις γραμμές των σκλάβων που δεν είχαν όπλα παρά μόνο τα χέρια τους ερμηνευόταν από τους λευκούς… ως βαρβαρότητα. Οι σκλάβοι ήξεραν ότι αν δεν επιβληθούν θα σφαγιαστούν. Η ζωή τούς είχε επιβάλει να μην έχουν το δικαίωμα στις «μισές» εξεγέρσεις. Ήξεραν πως η εξέγερση σημαίνει θάνατος. Ήξεραν πως από τη στιγμή που τους πέρασαν τις αλυσίδες ο θάνατος είναι ο μόνος φίλος.
Η νουβέλα του Μελβίλ ενώ τελειώνει με την καταστολή και τις ποινές σε θάνατο των εξεγερμένων ανθρώπινων εμπορευμάτων δείχνει έστω και αμυδρά την ψυχολογία και την οργανωτική υπερένταση των πρωταγωνιστών μιας εξέγερσης πάνω σε ένα κατάστρωμα της απανθρωπιάς των λευκών αποικιοκρατών.
«…ο μαύρος σύρθηκε μέχρι την αγχόνη δεμένος πίσω από ένα μουλάρι, κι εκεί ήρθε αντιμέτωπος με το βουβό του τέλος. Το σώμα του παραδόθηκε στην πυρά αλλά επί μέρες πολλές το κεφάλι του, αυτή η κυψέλη των λεπτών αποχρώσεων, καρφωμένο σε ένα παλούκι στην πλατεία, ατένιζε, απτόητο, τα βλέμματα των λευκών και πέρα από την πλατεία ατένιζε την εκκλησία του Αγίου Βαρθολομαίου…»
Αυτή η νουβέλα θα ζητούσαμε από τους αγαπητούς μας αναγνώστες να διαβαστεί δύο φορές. Την δεύτερη φορά ας προσπαθήσουν να φανταστούν την ιστορία με τα μάτια του Μπάμπο, δηλαδή με τα μάτια όσων δεν έχουν να χάσουν τίποτε άλλο πέρα από τις αλυσίδες τους.
Γ. Σεραφίνος