Του Παναγιώτη Σκληρού
Τι ζωή να κάμει, πόσα στόματα να χορτάσει πώς να σπουδάσει τα παιδιά και τιπροικιά να δώσει μ΄ ένα ξερό κι άνυδρο χωράφι που κληρονόμησε; Είχε λίγο λάδι λίγο κρασί, λίγο στάρι, όλα από λίγο. Ο σέμπρος του έπαιρνε παραπάνω απ΄ το μισό κι ο έμπορας τον δάνειζε με το… αζημίωτο. Πείνα και των γονέων -που λένε- ανέχεια στεναχώρια και το κεφάλι στηριγμένο κι ακουμπισμένο στις δυό γροθιές του γιομάτο σκέψεις για το αύριο…
Κάπως έτσι, μ΄ αυτούς τους προβληματισμούς και κυρίως φορτωμένος ουσιαστικά κι άλυτα προβλήματα, ο Λευκαδίτης χωρικός της δεκαετίας 50-70 έμαθε ότι στα μέρη πέρα απ΄ τα αυλάκι που τα χωράφια είχαν βαριά χώματα, ζητάνε εργάτες να σκάψουν! Αυτή τη δουλειά την ήξερε καλά και μάλιστα σε σκληρά εδάφη, εδάφη «τσαπιδερά» δηλαδή που μόνο με το τσαπί τα καλλιεργούσε γιατί δεν ήταν «βοϊδούσα» καμπίσια που να δουλεύονται με τα βόδια…
Γινότανε μπουλούκια ανά χωριό, από 3-4 και πάνω και πήγαιναν γυρεύοντας να σκάψουνε, να δουλέψουν σε ξένα χωράφια, σε ξένες φάμπρικες αφού εκείνη την εποχή είτε τα κατάφερνε ο γέρο-πατέρας, ακόμα κι η γυναίκα τους ή δεν χρειαζόταν εδώ για τα χωράφια τους αφού μέχρι τα μέσα Μάρτη ήταν όλα σκαμμένα, το λάδι στην καπάσα κι η πατάτα στο χώμα.
Άδραζαν όλοι το όπλο τους, ένα ξυνάρι, ένα μαντήλι να δένουν στο κεφάλι, ένα σακούλι με τα απαραίτητα κι έπαιρναν των οματιών τους για «ξενοδούλιο» όπως έλεγαν.
Τέτοια μπουλούκια υπήρχαν σ΄ όλα τα χωριά κι ο Μήτσος απ΄ τους Σφακιώτες μου είπε μερικά παρατσούκλια απ΄ το χωριό του και τα αναφέρω. Ανάμεσα λοιπόν σε άλλους ήταν κι οι Τσίτσας, Καρνάβαλος, Σκεπετάρης, Καρασούλας, Μπρογανίτας και άλλοι όπως κι απ΄ όλα τα χωριά της Λευκάδας όπως είπαμε.
Ο φίλος μου ο Φώντας μου ανέφερε μερικά ονόματα από το χωριό του, ενδεικτικά όπως λέει. Ο Κώστας Βρεττός ή δικηγόρος, ο Μήτσος ο Φρεμεντίτης, ο Λάμπρος ο Σέρβος, ο Γιάννης Ε. Σούνδιας, ο Βαγγέλης Μανωλίτσης, ο Κώστας Βλάχος, ο Γιώργος Φρεμεντίτης και άλλοι απ΄ την Απόλπαινα (Κακλαμάνης, Κατωπόδης), Τσουκαλάδες (Σταματέλλος, Ροντογιάννης) απ΄ την Βασιλική και την Κοντάραινα (Γιώργος Προκόπης-Μερκούσης, Κώστας Πολίτης-Μπουλάς, Θεολόγος) κλπ.
Αφού έκαναν στο χωριό τους την λεγόμενη «συνέργα» έσκαβαν δηλαδή τα χωράφια τους όλοι μαζί για να τελειώνουν, τράβαγαν για το μεροκάματο. Περίπου τον Μάρτη μήνα και μετά που είχαν τελειώσει εδώ με το σκάψιμο των αμπελιών όπως είπαμε.
Πήγαιναν στην πούντα (Άκτιο), στην Πρέβεζα, στο Λεσίνι, εκβολές Αχελώου, τα Βραχνέικα μέχρι την Αχαγιά, τους Γαργαλιάνους και τη Βάρδα Ηλείας. Πήγαιναν όμως και σε φάμπρικες, εργοστάσια, τεχνικές εταιρείες για έργα οδοποιίας, οικοδομές, γεφύρια, λιμάνια κλπ. κι αν ένας εργάτης σε εταιρεία που έκανε τέτοια έργα έβγανε το καλό μεροκάματο, ειδοποιούσε το χωριό και πήγαιναν κι άλλοι για δουλειά όπως ο συγχωρεμένος ο Σταμάτης Βλάχος αλλά κι ο Γεράσιμος Κανδύλης και πολλοί άλλοι.
Ο Κώστας ο Κονιδάρης απ τον Πόρο, φίλος και… συμπολεμιστής μου στο 565ΤΠ μου διηγήθηκε ότι όταν οι τράτες στον μικρό γυαλό δεν είχαν πλέον δουλειά λόγω εποχής έβαναν στ΄ αμπάρι εργάτες απ΄ τον Πόρο, το Κατωχώρι, το Φτερνό κι από άλλα κοντινά χωριά και τους πήγαιναν στον Αστακό κι από εκεί με τα πόδια για σκάψιμο στις εκβολές του Αχελώου (Κατοχή, Λεσίνι κλπ) όπου ζητούσαν για 2-3 μήνες εργατικά χέρια για τα περιβόητα ποτιστικά μποστάνια με μπαμπάκια, πεπόνια και καρπούζια..
Ο ένας στήριζε τον άλλο, οι σκαφτιάδες συμφωνούσαν την τιμή ξέκοπα ή με το στρέμμα κι άρχιζαν με το πρώτο φως και τέλειωναν με το πρώτο σκοτάδι. Τα αφεντικά, τους έκαναν κολατσό και μεσημεριανό κι αυτό ήταν ένα από τα κίνητρα γιατί δεν ξόδευαν λεφτά εκτός από κάνα σέρτικο για να ξεχνάνε. Ξενιτιά για το μεροκάματο. Έσκαβαν ότι έβρισκαν. Από μπαμπάκια και κηπουρικά, μέχρι τα χωράφια για τριφύλλια και πατάτες, φασόλια, καρπούζια, πεπόνια, ρύζια με τη λάσπη και το νερό ως το γόνατο κι ότι ήθελε τ΄ αφεντικό.
Έχουν οργώσει με τα χέρια τους κάμπους και κάμπους ολόκληρους γιατί τότε δεν υπήρχαν τα τρακτέρ η σε κάποιες δουλειές δεν υπήρχαν τα εργαλεία που είναι σήμερα κι έτσι τα εργατικά χέρια ήταν περιζήτητα. Τα αφεντικά τους τάιζαν καλά για νάχουν απόδοση, κοιμόντουσαν σε καμιά αποθήκη ή σταύλο μιας και τα ζώα την άνοιξη έβγαιναν έξω. Για ξεκούραση περίμεναν καμιά μπόρα για να μην δουλεύεται το χωράφι κι έτσι να ξεκουραστούν. Στις μεγαλύτερες φάμπρικες έμεναν μαζί 3-4 σε κάνα δωμάτιο και τα βράδια μαγείρευαν με καμιά γκαζιέρα. Τις Κυριακές έβαναν τα καλά τους και… γινόταν -όπως έλεγαν- άνθρωποι!!
Τίμιοι οικογενειάρχες, έστελναν κάνα μαντάτο στη φαμελιά που είχε μείνει πίσω, καμιά φορά με έμπιστο άνθρωπο και κάνα κατοστάρικο.
Κι όταν γύριζαν για τη γιορτή του αγίου και το πανηγύρι του χωριού ή είχε τελειώσει η δουλειά που είχαν αναλάβει, αγόραζαν από το μικρομάγαζο του ΚΤΕΛ ή από πλανόδιο μικροπωλητή παιχνιδάκια για τα μικρά, καμιά καραμέλα και καμιά καλτσοδέτα για τη βαβά, καμιά τραγιάσκα και κάνα σώβρακο για τον πατέρα, ένα κομμάτι ύφασμα για φόρεμα της ανύπαντρης αδερφής , καμιά ποδιά για τη γυναίκα και κάνα πουκάμισο για δαύτους…
Φέρνανε και καρέκλες (είχα δει τέτοια σκηνή) γιατί ήταν κι αυτό είδος πολυτελείας, ακόμα και σάουλες, οπωσδήποτε καινούργια ξινάρια και σαγανάδες ακόμα και κατσαρόλες ή κουταλοπήρουνα που ήξεραν ότι λείπουν στο σπίτι. Όλα φορτωνόταν επάνω, στην οροφή του λεωφορείου κι έφταναν στο χωριό όπου στη στάση τους περίμεναν σχεδόν όλοι οι χωριανοί και πιο πολύ φυσικά τα παιδιά κι οι δικοί τους. Το κλάμα πήγαινε σύννεφο γιατί κάνανε δυό και τρεις ολόκληρους μήνες να τους δούνε.
Πολλές φορές και πιο πολύ, όπως π.χ. οι ναυτικοί που έκαναν τότε μπάρκα από χρόνο και πάνω με δύσκολες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης ή εργάτες σε τεχνικές εταιρείες. Σ΄ αυτές τις εργατικές κομπανίες πήγαιναν -όπως είπαμε- συνήθως αγρότες από τα ορεινά χωριά που δεν είχαν μεγάλες εκτάσεις να καλλιεργήσουν εκτός από τα αμπέλια στις πεζούλες και τις ελιές για 2-3 μήνες.
Όταν καταργήθηκαν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κι έβγαιναν πιο εύκολα τα ναυτικά φυλλάδια, στράφηκαν πλέον στην εμπορική ναυτιλία που είχε μεγαλύτερους κινδύνους είχε όμως καλύτερα χρήματα κι όσο νάναι πιο εύκολη δουλειά απ το σκάψιμο. Μερικοί απ τους Λευκαδίτες εργάτες έκαναν εκεί, στα μέρη που δούλευαν σχεδόν κάθε χρόνο, οικογένειες κι έφτιαξαν και κοινότητες όπως έξω απ την Πάτρα στο Μιντιλόγλι, στα Βραχνέικα, στην Οβριά κλπ αλλά κυρίως στην Πρέβεζα όπου υπάρχει η συνοικία «Λευκαδίτικα».
Θυμάμαι όταν πήγαινα στην τρίτη-τετάρτη τάξη του δημοτικού που ο πατέρας μου, επειδή είχε κόψει η δουλειά στο λατινιέρικο, είχε πάει σε εργοτάξιο τεχνικής εταιρείας (σήμερα είναι από τις 3 πρώτες στην Ελλάδα) που δούλευε κι ο αδερφός του, κοντά στα Καλάβρυτα όπου έφτιαχναν τον δρόμο Χαλανδρίτσα-Καλάβρυτα. Ο πατέρας μας έστελνε γράμματα και καμιά επιταγή στο όνομά μου που ευχαρίστως ο Πέτρος ο Μαλακάσης που ήταν προϊστάμενος στο ταχυδρομείο της Βασιλικής και οξυδερκής, σημαντικός, οργανωτικός και επιδέξιος άνθρωπος, μου έδινε τα λεφτά και τα γράμματα αν και ήμουν μικρός. Πάντα το θυμάμαι αυτό γιατί με εξίσωνε με τους ενήλικους…
Ήταν Ιούνιος του 1959, μόλις ξεσκολίσαμε που οι τρείς υπόλοιποι της οικογένειας επισκεφτήκαμε τον πατέρα γιατί εκτός από την ανάγκη να τον δούμε, ήταν ευκαιρία να μας δείξει την Άγια Λαύρα και το Μέγα Σπήλαιο, όπως έγραφε στα γράμματά του. Ήθελε να δούμε την ιστορία της πατρίδας από κοντά αφού υπήρχε η ευκαιρία… Έμενε κοντά στο εργοτάξιο, σ΄ ένα χωριό εκεί κοντά στα Καλάβρυτα, το Σκεπαστό (παλιά ονομασία Βυσωκά) που ήταν ένα από τα σημαντικότερα χωριά της περιοχής με θύματα απ΄ το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και την εθνική αντίσταση.
Όταν φτάσαμε με το λεωφορείο από την Πάτρα (διαδρομή τότε 4 ώρες) καλούπωναν -θυμάμαι- ένα θεόρατο γιοφύρι. Περιμέναμε η μάνα, η αδερφή μου κι εγώ (που θάμουνα 9-10 χρονών) στην άκρη στο δρόμο μέχρι νάρθει ο πατέρας από το εργοτάξιο. Είδε το λεωφορείο απ΄ τον κορνιαχτό που σήκωνε στον χωμάτινο δρόμο και άφησε τη δουλειά για να μας συναντήσει τρέχοντας. Δεν θα ξεχάσω, δεν ξεχνιέται εκείνη η σκηνή που σμίξαμε σε ξένο τόπο μετά από μήνες. Γίναμε ένα κουβάρι, μια αγκαλιά και δεν υπήρχαν λόγια. Σε όλους έλειπε ο πατέρας και στη μάνα η σκιά του σπιτιού. Το δέντρο. Μετά κάτσαμε εκεί στην άκρη του δρόμου για λίγο, η μάνα λυγερόκορμη, με τη Λευκαδίτικη την φορεσιά της που θα έμοιαζε το κάτι παράξενο για όποιον μας έβλεπε σ΄ εκείνο το μέρος που πρώτη φορά θα έβλεπαν γυναίκα να φοράει τέτοια ρούχα γιατί εκεί, όλες οι γυναίκες ήταν μπαρμπουλωμένες και φορούσαν -θυμάμαι- μαύρα για το μεγάλο πένθος που είχαν όλες απ το ολοκαύτωμα στα Καλάβρυτα.
Δεν μιλούσε κανείς. Η μεγάλη αγκαλιά μιλούσε μόνη της. Ο πατέρας με τα ροζιασμένα χέρια που είχαν όλο χαρακιές, σαν τα θυμάμαι τώρα, από τα ξύλα των καλουπιών κι απ΄ τα χτυπήματα του σκεπαρνιού προσπαθούσε να φανεί μπροστά μας πιο καθαρός απ΄ ότι ήταν χτυπώντας με μια σκούφια τα ρούχα του που ήταν όλο τσιμέντα και σκόνες και ντρεπόταν που τον βλέπαμε έτσι. Σε λίγο πήγαμε σ ένα ξενοδοχείο που λεγόταν Αγία Λαύρα και που ένας «κράχτης πελατών» έβρισκε πελάτες από το ΚΤΕΛ κι απ΄ τον σιδηροδρομικό σταθμό μ΄ ένα πρωτότυπο τρόπο. Φορούσε ένα καπέλο που στην κορδέλα του έγραφε το όνομα του ξενοδοχείου. Το είχα βρεί πρωτότυπο και τον χάζευα. Μου είχε κάνει εντύπωση πώς «έλεγε» πού εργάζεται μέσα από μια κορδέλα στο πηλίκιο, κάνοντας μαζί και διαφήμιση στο ξενοδοχείο!
Μείναμε καμιά βδομάδα εκεί, όσο ήταν και ο χρόνος να μας πάει ο πατέρας στην Άγια Λαύρα, να αντικρύσουμε το λάβαρο της επανάστασης του 1821, το ευαγγέλιο που ορκίστηκαν οι οπλαρχηγοί, όπλα της επανάστασης, κειμήλια και μια πολύ παλιά βιβλιοθήκη. Πήγαμε και στο Μέγα Σπήλαιο που τότε δεν είχε τους δρόμους που το προσεγγίζουν σήμερα αλλά υπήρχε μεγάλη δυσκολία ανάβασης και φοβερή κατάνυξη μέχρι να μπεις στη σπηλιά. Μας πήγε και στην κορυφή στα Καλάβρυτα στο χώρο που εξολόθρευσαν άνανδρα και ύπουλα οι Γερμανοί όλο τον ανδρικό πληθυσμό στις 13 Δεκέμβρη του 1943 και βάλαμε τα κλάματα όταν είδαμε τα μνήματα που έφτιαξαν οι γυναίκες για τους άντρες και τα παιδιά τους, σκάβοντας με τα χέρια τους. Δεν θάχαν περάσει ούτε 15 χρόνια από την κακιά εκείνη μέρα κι ήταν όλες οι θύμησες νωπές, σαν το χώμα.. Το θυμάμαι σαν τώρα..
Κάναμε όμως και μια βόλτα μέσα απ΄ το Βουραϊκό ποταμό με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο .Ήταν κι αυτό μια μεγάλη εμπειρία και θυμάμαι τα κλαριά απ΄ τους πλατάνους μερικές φορές να μπαίνουν απ΄ τα παράθυρα και το βουητό του στενού ποταμιού ίσα να σκεπάζει το τρίξιμο απ τα ξύλινα βαγόνια του μικρού τρένου που τσούλαγε στις ράγες, αργά,σταθερά και νωχελικά..
Από αλλού ξεκίνησα κι αλλού κατέληξε το μικρό μου σημείωμα. Κατέγραψα τις συνθήκες που ξενιτευόταν οι Λευκαδίτες εργάτες και τη δική μας οικογενειακή εμπειρία. Όμως όλα έχουν μια συνοχή και μια σκέψη που έρχεται κάθε τόσο στο νου μου και μ΄ ευχαρίστηση το καταγράφω. Μόνο που σήμερα θές ότι τότε ήμουν πολύ μικρός, θες τα της ιστορίας αλλά νομίζω πιο πολύ η έλλειψη του πατέρα από κοντά μας, το σημείωμά μου είχε και λίγο πλιότερη συγκίνηση που δεν θάταν σωστή η περιγραφή αν δεν το απέδιδα όπως πράγματι ήταν.
Γιατί ήταν έτσι για κάθε οικογένεια που γύριζε ο ξενιτεμένος πατέρας ή ο ναυτικός ή όταν κάποιος απ΄ τη οικογένεια ξενιτευόταν με «εργαλειοθήκη» που λένε σήμερα μια αξίνα ή μόνο τα ροζιασμένα χέρια του..
Σάουλα = σχοινί για αγροτικές δουλειές
Λατινιέριο = εργαστήριο λευκοσιδηρουργίας – λαμαρίνας
Ξυνάρι-αξίνα = τσαπί
Κορνιαχτός = σκόνη απ΄ το δρόμο
Σαγανάς = πριόνι του χεριού
Μπουλούκι = ομάδα, κομπανία
Συνέργα = συνεργασία
Έκαναν το χωράφι = έσκαβαν, ετοίμαζαν
Σέμπρος = συνέταιρος στην σοδειά του χωραφιού
Μπαρμουλωμένη = καλυμμένο κεφάλι με μαύρο μαντήλι
Αναδημοσίευση από: ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΝΕΑ