Θα ξεκινήσουμε με μια παράδοση του λαού μας στη Δυτική Ελλάδα, η οποία ήταν η εξής: όταν κάποια οικογένεια του χωριού έχανε δικό της άνθρωπο εκείνη τη χρονιά (πόσο μάλλον νέο άνθρωπο, κάποιο παιδί) τα ραδιόφωνα δεν έπαιζαν και το αρνί,την Κυριακή του Πάσχα,έμπαινε στο φούρνο, αντί να ψηθεί παραδοσιακά. Αυτό δημιουργούσε μια συλλογική αποτύπωση αλληλεγγύης στο πένθος της οικογένειας. Τηρούνταν ως μια παράδοση, που ενίσχυε το συλλογικό ενάντια στο ατομικό. Χαλιναγωγούσε τις προσωπικές επιθυμίες για ξεφάντωμα.
Έτσι, μικροί και μεγάλοι, εκείνη τη μέρα στέκονταν με το δικό τους τρόπο δίπλα στον πόνο της οικογένειας. Και το ξανατονίζουμε: ειδικά όταν υπήρχε απώλεια νέου ανθρώπου. Υπήρξαν περιπτώσεις που όταν τα έκτακτα στρατοδικεία εκτελούσαν μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού σε χωριά της ίδιας περιοχής, στη Δυτική Ελλάδα, σεβόμενοι τον πόνο των αριστερών οικογενειών έπρατταν το ίδιο και ας υπήρχε η υπόνοια να κατηγορηθείς για συνοδοιπόρος. Αυτά με την ιστορία.
Ας μπούμε τώρα σε αυτό που θέλουμε να θίξουμε. Στη σημερινή καπιταλιστική Ελλάδα, που ο θάνατος καιροφυλακτεί παντού και ανά πάσα στιγμή, είχαμε δύο οδυνηρά γεγονότα που οι «από κάτω» θα μπορούσαν να πράξουν τα ελάχιστα και να πουν όχι στα πάρτυ, στα λαμπιόνια και τα ιβέντς… Και θα εξηγήσουμε γιατί το λέμε αυτό. Οι «από πάνω» μετράνε την κοινωνική οργή και τη θλίψη όταν οι «από κάτω» κοντοστέκονται στο θάνατο. Όταν του δίνουν χώρο στη μνήμη, μια ημερομηνία. Όταν συγκεντρώνονται στον τόπο του θανάτου. Όταν λένε δεν πάει άλλο και το εννοούν. Όταν από θανάτους γεννήθηκαν εξεγέρσεις, συνειδήσεις και κινήματα ακόμα. Όταν το «να μη συνηθίσουμε το θάνατο» δεν είναι απλά μια φράση. Όταν…
Τι θα θελαν οι κυρίαρχοι εξουσιαστές; Να μην οργιζόμαστε για την αδικία και να καταναλώνουμε ευχές, ποτά και να συμμετέχουμε σε πάρτυ και ιβέντς γιατί η «ζωή συνεχίζεται»… Και η οργή; Γι’ αυτό υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα, να την εκφράσεις εκεί…
Αν οι «από κάτω» δεν αρνηθούν αυτή τη συνθήκη δε πρόκειται να αλλάξει τίποτε και ο θάνατος, όχι μόνο θα μπει στη ζωή, αλλά θα τον αντιμετωπίζουμε ως καθημερινό φαινόμενο και με χαμόγελο.
Η κριτική μας. Στις Σέρρες σκοτώθηκε ένα παιδί από έκρηξη στο λεβητοστάσιο. Σκοτώθηκε με ευθύνη του κράτους. Είναι αποτέλεσμα του ξεχαρβαλώματος της δημόσιας παιδείας. Όλοι φρίκιασαν. Είπαν. Οργίστηκαν. Ποιος γονιός δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να είναι το δικό του παιδί; Κι όμως δεν υπήρξε σε πανελλαδικό επίπεδο καμιά διαμαρτυρία. Και κάτι άλλο. Οι Σύλλογοι Γονέων στην πλειοψηφία τους έδειξαν το κοινωνικό επίπεδο και την ευαισθητοποίηση τους… Θα ακουστεί «ακραίο» αλλά για μας δεν θα πρεπε να γίνουν στα σχολεία πάρτι και ιβέντς φέτος και να πληροφορηθεί ο κάθε μαθητής το γιατί φέτος δε γιορτάζουμε. Γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές θα πρεπε, ως ελάχιστη ένδειξη πένθους και οργής, να κινηθούν έτσι… Γιατί ένας μαθητής φέτος σκοτώθηκε σε ένα σχολείο στις Σέρρες και πρέπει να καταλάβουν οι υπεύθυνοι ότι δεν είμαστε αμνήμονες… Αυτό θα δημιουργούσε γεγονός. Αυτό θα άνοιγε συζητήσεις. Αυτό θα έδειχνε ότι οι Σύλλογοι Γονέων δεν είναι απλά για να διεκπεραιώνουν ιβέντς, αλλά είναι ένας ζωντανός οργανισμός ευαισθητοποίησης και αγώνα για το δίκιο των παιδιών μας. Ψιλά γράμματα θα μας πείτε… Η κοινωνία νοσεί και συνηθίζει το θάνατο…
Πέντε μέρες μετά, στο Περιστέρι, ένας εργολαβικός εργάτης σκοτώνεται σε κολώνα του ΔΕΔΔΗΕ. Σε κεντρικό δρόμο, μπροστά στα μάτια των περαστικών, σε ένα δήμο που κατοικείται στην πλειοψηφία του από την εργατική τάξη. Άλλος ένας νεκρός… Καμιά σπουδαία κινητοποίηση. Ο κόσμος είναι σε γιορτινό κλίμα. Ακόμα και μοιράσματα προκηρύξεων στην περιοχή για τον νεκρό εργάτη θα χαθούν μέσα στα ιβέντς και τις σακούλες με τα ψώνια. Θλίψη. Μας κέρδισε το γιορτινό κλίμα και η λογική «η ζωή συνεχίζεται»…
Κακιά μοίρα. Κακιά στιγμή. Οι «από πάνω» μετράνε τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Για να κλείσουμε. Ο δήμαρχος Περιστερίου έκοψε βασιλόπιτα ρεκόρ 7 τόνων και φέτος. Μοιράστηκαν 50.000 κομμάτια και 200 φλουριά κέρδισαν δώρα. Δεν ακούστηκε κιχ στο πολύπαθο Περιστέρι. Άραγε πως τον έλεγαν τον εργολαβικό εργάτη;