…στο ψηλό κίτρινο σινιάλο και στο γαϊτανάκι γύρω του…
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στη Θεσσαλονίκη το 2003. Μια συνάντηση κομβική για το ανταγωνιστικό κίνημα που καθόρισε πολλά όσο αφορά τη συνέχεια και την ανάπτυξη του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος στη χώρα μας.
Αυτό το κείμενο το γράφουμε από τη σκοπιά και την ανάλυση μελών της Βίδας που βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη και στις διαδηλώσεις εκείνων των ημερών. Αυτή η ιστορική αναδρομή γίνεται και ως τμήμα της ιστορικής καταγραφής πάνω στην πολιτική εξέλιξη της Βίδας και της κοινωνικής εμπειρίας της σε αγώνες ήδη από τα τέλη του 90.
Έχει μια αξία νομίζουμε αυτή η καταγραφή για να αναδείξουμε ένα ανήσυχο τμήμα του νεανικού προλεταριάτου που εμφανιζόταν στους αγώνες και στις συγκρουσιακές διαδικασίες με χαρακτηριστικά όχι «σφιχτά» ως προς την πολιτικοϊδεολογική συγκρότηση αλλά διατεθειμένο να βρίσκεται και να συμμετέχει στην κινηματική ανάπτυξη «από τα κάτω» και με ταξικό μίσος για το καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτές οι παρέες των νεαρών προλετάριων ζυμώνονταν στις διαδικασίες του κινηματικού μωσαϊκού και είχαν ως κεντρικό ζητούμενο την προλεταριακή αντίσταση στην ταξική εκμετάλλευση των μαζών, αντίκριζαν το κοινωνικό ζήτημα μέσα από ταξικό πρίσμα, συμμετείχαν σε ομάδες και ομαδοποιήσεις με αναφορές στην εργατική τάξη και παρακολουθούσαν τις πολιτικές τάσεις που αναφέρονταν τότε στο προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο. Μιλάμε για ελάχιστες κινήσεις με τέτοιες αναφορές και αναλύσεις που όλοι γνώριζαν όλους ως προς το ποιοί είναι οι «ταξικοί» που σχεδόν χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηρισμός για αυτούς που έβαζαν το ταξικό ως ζήτημα και όχι γενικόλογα και αόριστα όπως έμπαινε μέσα στους χώρους της νεολαίας ειδικότερα. Δεν είναι τυχαίο και αξίζει να μη το ξεχνάμε ότι ο προλεταριακός λόγος και η ταξική ανάλυση ήταν μειοψηφία και η μεγάλη πλειοψηφία των αναρχικών – αντιεξουσιαστικών ομάδων δεν τα ενστερνίστηκαν και τα καταπολέμησαν ως αναχρονιστικά, «παλιάς κοπής», μαρξιστικά κλπ… Η άνθηση αφορμαλιστικών ομάδων αντιπρολεταριακής κατεύθυνσης μάλιστα ήταν ένα ρεύμα που εμφανιζόταν και αποκτούσε κοινό μέσα στον α/α χώρο και στη νεολαία.
Αυτές οι ζυμώσεις εντοπίζονταν στον ευρύτερο ριζοσπαστικό χώρο και κυρίως στη συγκρουσιακή νεολαία που είχε πάρει το «βάφτισμα του πυρός» στα μαθητικά του 98-99, στα εξεταστικά του ΑΣΕΠ, στην πορεία Κλίντον, στα αντιφασιστικά και αντιπολεμικά συλλαλητήρια 2000-03 και στις συγκρούσεις κατά τη διάρκεια αυτών, στην «πορεία της ντροπής» τον Οκτώβρη του 2002 αλλά και σε μια σειρά κινητοποιήσεις ενάντια στην Ολυμπιάδα.
Σε όλα αυτά τα γεγονότα και τις αποτυπώσεις που άφηναν στον κινηματικό διάλογο συμμετείχαν νεολαίοι σύντροφοι που το σύνολο του κινήματος τούς κατέτασσε στις γραμμές του ως «ταξικούς» ή ως «εργατιστές» (ένα παρατσούκλι που μας είχε φορεθεί κυρίως από τους αναρχικούς που ήταν και η κύρια δύναμη που συμμετείχε στις κοινωνικές συγκρούσεις της περιόδου προσπαθώντας να μας κατατάξουν κάπου, μιας και δεν ήμασταν αναρχικοί-αντιεξουσιαστές).
Μιλάμε για μια άλλη περίοδο ανάπτυξης του κινήματος και μια άλλη εποχή που μοιάζει πιο πολύ στον 20ο αιώνα παρά στον 21ο που γνωρίζουμε σήμερα. Ο κόσμος δεν είχε κινητά, δεν υπήρχε η διάδοση του ίντερνετ, στα αμφιθέατρα γινόταν η «πάλη γραμμών» και εκεί παίρνονταν οι αποφάσεις και άλλα πολλά που έχουν χαθεί πλέον λόγω ότι έχει αλλάξει η φυσιογνωμία του κόσμου και του κινήματος.
Έτσι, για τους «ταξικούς» ή «εργατιστές», παρά τις πολιτικές αναφορές που είχαν και ήταν πιο κοντά στην κομμουνιστική κοσμοθεωρία και παράδοση η πρακτική τοποθέτηση για τον αγώνα τούς κατέτασσε στο «μπλακ μπλοκ», χωρίς να είναι υπερασπιστές της αναρχικής ιδεολογίας.
Αυτό δημιουργούσε και μια πρωτόλεια συντροφική σχέση (ίσως και για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά) που κερδιζόταν μέσα στον αγώνα και την πράξη, την ενότητα δρόμου των πολυάριθμων αναρχικών –αντιεξουσιαστών με λίγες/ους συντρόφισσες/ους που «επέλεγαν να κρατάν κόκκινες σημαίες». Και αυτή η σχέση αναπτύχθηκε σε όλη την πρακτική γραμμή του «μετώπου» και για χρόνια με αδιάλυτες συντροφικές σχέσεις: στο δρόμο, στις καταλήψεις, στα στέκια, στις συγκεντρώσεις, στις πορείες. Ήταν η πρώτη νεολαιίστικη πολιτική φύτρα που έβαλε ένα χεράκι να τραβηχτεί από τον βούρκο του ρεβιζιονισμού η κόκκινη σημαία με τον τρόπο που στεκόταν στο δρόμο και με τα πρωτοπόρα για την εποχή ξεπεράσματα που προσπάθησε να κάνει. Σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για κόκκινες σημαίες (οι παλιότεροι θα θυμούνται τι περνούσαν όσοι και όσες ως νεολαίοι δήλωναν κομμουνιστές και κομμουνίστριες χωρίς να είναι κνίτες, ναρίτες κλπ) την πλάστιγγα την έγειρε η ενεργή συμμετοχή με πράξεις και όχι με λόγια, δίπλα στο συγκρουσιακό κίνημα αυτού του δυναμικού.
Στη Θεσσαλονίκη το 2003 έγινε μια αγωνιστική συνάντηση που γενικές γραμμές παρουσιάζονταν οι δύο δρόμοι αγώνα ανεξάρτητα πολιτικών διαφορών των υποκειμένων που επέλεγαν το δρόμο της σύγκρουσης. Ο δρόμος της σύγκρουσης που οι αναρχικοί/ες-αντιεξουσιαστές/στριες πήραν πάνω τους ως η κύρια δύναμη που κατέβηκε στο δρόμο για να χτυπηθεί με το κράτος, σε περίπτωση που κοβόταν το «μπλακ μπλοκ» και όχι για να πιάσει μια πλατεία συλλαβίζοντας συνθήματα αλά αριστεριστών, κοινωνικών φόρουμ-Συνασπιστών και ΚΚΕ, ήταν δρόμος που επιλέχτηκε από το σύνολο σχεδόν των «ταξικών» της περιόδου που με ομαδοποιήσεις βρέθηκαν μέσα στο «μπλακ μπλοκ» ενισχύοντας το ιστορικό του κατέβασμα (για λίγα λεπτά στον δρόμο πρακτικά, που πολλοί και πολλές τότε είχαν χαιρέκακα κοροϊδέψει) αλλά τόσο σημαντικά για όλους και όλες που βρέθηκαν σε κείνη την πορεία. Να θυμηθούμε ότι η δολοφονία του αναρχικού Κάρλο Τζουλιάνι στις διαδηλώσεις της Γένοβα το 2001 είχε στιγματίσει το παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό κίνημα και το όνομά του μνημονευόταν στις διαδηλώσεις και τις αντισυνόδους ενάντια στους αφέντες αυτού του κόσμου. Στην Ελλάδα φωναζόταν με πάθος, όπως και στη Θεσσαλονίκη το 2003: Μπάτσοι, δικαστές, αφεντικά, ρουφιάνοι όλοι θα πληρώσετε το αίμα του Τζουλιάνι…
Παρά το ανελέητο χτύπημα από την αστυνομία, την ιδεολογική τρομοκρατία από τα ΜΜΕ και την αστική αριστερά που μιλούσαν για μπάχαλους ασυνείδητους και προβοκάτορες (μιλάμε ότι οι «προβοκάτορες» κατέβαιναν σε μπλοκ χιλιάδων και «προβόκαραν» το μπλοκ τους!!!), το πνίξιμο στα δακρυγόνα και το «κόψιμο» ενός μεγάλου μέρους αγωνιζόμενων διαδηλωτών που ήταν πρακτικά απροετοίμαστοι (κυρίως χωρίς μάσκες αλλά και δίχως συνοχή με μεγάλη συμμετοχή ατομικοτήτων έξω από συλλογικότητες) για μια τέτοια αστυνομική επίθεση, τις αθρόες συλλήψεις, το ανελέητο ξύλο στα δικαστήρια την επόμενη μέρα και την προφυλάκιση 7 διαδηλωτών η επιλογή του «μπλακ μπλοκ» να σπάσει την κρατική καταστολή και να διαδηλώσει ενάντια στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ ήταν ένα πολιτικό γεγονός που άφησε τα χνάρια του στις μετέπειτα εξελίξεις και ζυμώσεις, οι οποίες επιταχύνθηκαν και μέσα στο πανελλαδικό αλλά και παγκόσμιο κίνημα απελευθέρωσης των 7 διαδηλωτών.
Από πολιτική άποψη και όσον αφορά την τάση μας η Θεσσαλονίκη το 2003 επιτάχυνε την ενότητα και το διάλογο πάνω στον απολογισμό ενός κύκλου αγώνων από νεολαίους συντρόφους και συντρόφισσες με πολιτική συνάφεια. Κουβέντιασαν γύρω από τη συγκρότηση και συσπείρωση όλου του δυναμικού που εκφραζόταν με κοινές θέσεις και προλεταριακή-ταξική ανάλυση μέσα στους κόλπους του ανταγωνιστικού κινήματος. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης ήταν κομβικά για να μπουν οι βάσεις «στο τι κρατάμε και τι αφήνουμε» και σε αυτές τις συζητήσεις, ανεξάρτητα των επιμέρους διαφωνιών (ως προς την αναγκαιότητα μιας ανεξάρτητης και ενωτικής συλλογικότητας με ταξικά χαρακτηριστικά και λόγο), τα πολιτικά συμπεράσματα επιτάχυναν την έκδοση της Βίδας ως περιοδικού το 2005 από έναν κύκλο συντρόφων-ισσών που συμμετείχαν στις παραπάνω απολογιστικές συζητήσεις.
Αν αναλογιστεί κανείς τα χρόνια μέχρι και το 2013 θα δει ότι το 2003 φαντάζει σαν μια «πρόβα» των εξεγερμένων για την επόμενη δεκαετία ως προς τη δρομίσια μορφή των αντιστάσεων. Όπως λέγαμε μεταξύ μας τότε «κάτι τελείωνε και κάτι άρχιζε» μέσα στην όξυνση της πάλης των τάξεων. Και αυτό φάνηκε στα φοιτητικά το 2007, στην εξέγερση του 2008, στις σκληρές λαϊκές συγκρούσεις το 2010-12 που όλο και πιο πολύ ο κόσμος του αγώνα και η προλεταριακή νεολαία κατέβαινε στο δρόμο με τη λογική όσων συμμετείχαν στο «μπλάκ μπλοκ» το 2003…
Μέλη της Βίδας (Ά περίοδος)