Τρίτη χρονιά εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) κατά τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων αποδεικνύοντας και φέτος τον επικίνδυνο ρόλο της στον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και στη λειτουργία πολλών τμημάτων και κατ’ επέκταση στο χτύπημα των δημόσιων πανεπιστημίων.
Αυτές τις τρεις χρονιές σχολές έμειναν από σχεδόν έως εντελώς άδειες, αρκετές δε συμπλήρωσαντον αριθμό των εισακτέων, χιλιάδες μαθητές δεν κατάφεραν καν να καταθέσουν μηχανογραφικό, πάρα πολλοί δεν κατάφεραν να περάσουν στην πρώτη τους επιλογή (και εδώ ενδιαφέρον έχουν οι περιπτώσεις αριστούχων όπως η μαθήτρια που φέτος συγκέντρωσε 20.350 μόρια αλλά δε μπορεί να εισαχθεί στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, γιατί δεν κατάφερε να πιάσει την ΕΒΕ στο ελεύθερο σχέδιο, η οποία διαμορφώθηκε στο 14,4 ενώ η μαθήτρια πήρε 13,8). Ενδεικτικά, το 2021 είχαμε 16 τμήματα χωρίς εισακτέους, το 2022 υπήρξαν τμήματα με λιγότερο από 5 εισακτέους. Φέτος, υπάρχουν 153 τμήματα με λιγότερους εισακτέους από αυτούς που όρισαν. Αυτές τις τρεις χρονιές έχουν μείνει εκτός τριτοβάθμιας συνολικά πάνω από 40.000 υποψήφιοι.
Η δημιουργία ενός φραγμού προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι κάτι καινούριο. Σχεδόν 20 χρόνια πριν η Μαριέττα Γιαννάκου, τότε υπουργός παιδείας, θέσπισε τη βάση του 10 ως ένα πλαφόν για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, μη καταφέρνοντας εν τέλει να την παγιώσει βρίσκοντας μπροστά της το μαθητικό και φοιτητικό κίνημα. Η συζήτηση, όμως, αυτές τις δεκαετίες γύριζε γύρω από αυτό το «άλυτο ζήτημα» της εισαγωγής στην τριτοβάθμια με την Κεραμέως να δίνει τη «λύση» όχι απλά ορίζοντας ένα όριο αλλά δημιουργώντας έναν κόφτη που κάθε χρόνο μεταβάλλεται, αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιδόσεις των μαθητών και τους συντελεστές που ορίζουν οι σχολές, πετώντας έξω από τα πανεπιστήμια de facto συγκεκριμένο αριθμό υποψηφίων.
Εκτός, όμως, από την δημιουργία και κατοχύρωση ενός φραγμού στην είσοδο στο πανεπιστήμιο οφείλουμε συνδυαστικά να σταθούμε και στον νόμο που ψηφίστηκε περίπου ένα χρόνο πριν (Νέοι ορίζοντες στα Ανώτατα Πανεπιστήμια) και συγκεκριμένα στο Άρθρο 5 (Διαδικασία ίδρυσης, συγχώνευσης, κατάργησης, μετονομασίας ΑΕΙ): «Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) δύνανται να συγχωνεύονται, κατατέμνονται, μετονομάζονται, μεταβάλλουν την έδρα τους, απορροφώνται από άλλο Α.Ε.Ι. ή να καταργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών». Για να συμβεί αυτό πέρα από γενικόλογους λόγους όπως για την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης, την εξέλιξη της έρευνας, ενδιαφέρον έχει η προϋπόθεση: «στον δυσανάλογα μεγάλο ή μικρό ετήσιο αριθμό φοιτητών ή αποφοίτων του Α.Ε.Ι. σε σύγκριση με τον αριθμό των μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.), καθώς και την ιδιαίτερα χαμηλή προτίμηση για εισαγωγή στα προγράμματα σπουδών τυπικής εκπαίδευσης που παρέχει».
Κάπως έτσι, λοιπόν, η Κεραμέως έβαλε τις βάσεις για να πραγματοποιηθεί όπως η ίδια έχει πει σε συνέντευξή της «η εξυγίανση του ακαδημαϊκού χάρτη» και να πραγματοποιήσει τα όνειρα των προκατόχων της, σε όποια αστική κυβέρνηση και να άνηκαν…
Φυσικά, τα παραπάνω βγάζουν περισσότερο νόημα, εάν βάλουμε στο κάδρο και την ψήφιση προ τριών ετών της εξίσωσης των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων με των ΑΕΙ. Όλες οι κινήσεις στην αναδιάρθρωση στον χώρο της εκπαίδευσης δημιουργούν μια παιδεία εμπόρευμα, μια παιδεία η οποία χάνει τελείως τον γνωστικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε ένα κυνήγι δεξιοτήτων με φοιτητές πελάτες με ένα κόστος εξ ολοκλήρου στις πλάτες τους. Γιατί όσο και να σκίζουν τα ιμάτιά τους προσπαθώντας να πείσουν ότι η αναδιάρθρωση αυτή γίνεται για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, καθώς δε μπορούν να εισέρχονται στα πανεπιστήμια μαθητές με πολύ χαμηλή βαθμολογία ή να υπάρχουν σχολές χωρίς ζήτηση στην αγορά εργασίας, από την άλλη στρώνουν τον δρόμο στην ιδιωτική εκπαίδευση, η οποία δεν αναγνωρίζει ούτε επίπεδο γνώσης ούτε κορεσμό επαγγελμάτων αλλά μόνο λεφτά, όπως ακριβώς κάθε επιχείρηση.
Και φυσικά, αν κανείς αναλογιστεί τα χιλιάδες ευρώ που ξοδεύει ένας γονιός για το παιδί του τόσο κατά την προετοιμασία προς τις πανελλήνιες όσο όμως και κατά τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο (ειδικά αν το παιδί βρεθεί σε άλλη πόλη), η διοχέτευση των χρημάτων προς ιδιωτικές σχολές μπορεί να φαντάζει και ως λύση στο δυσβάσταχτο οικονομικό αυτό βάρος. Άλλωστε και αυτά δε δύναται να μην δημιουργήσουν τους δικούς τους φραγμούς (η αντίστοιχη αναδιάρθρωση στη δευτεροβάθμια με συζητήσεις για σχολεία επιλογής, βιογραφικά μαθητών, βαρύτητα στη βαθμολογία και των τριών τάξεων του λυκείου έχει ως στόχο να δημιουργήσουν και αυτά τα δικά τους εμπόδια). Έτσι, θα δημιουργηθούν οι επιχειρήσεις «γνώσεων» αντίστοιχων δεξιοτήτων για όλα τα βαλάντια. Το χρήμα να κινείται… Άλλωστε με όλα τα παραπάνω συνδέεται και η δια βίου μάθηση, η οποία συμβαίνει ήδη χρόνια. Μεταπτυχιακά και σεμινάρια επί πληρωμή συνθέτουν τα βιογραφικά όσων έχουν να διαθέσουν τα χρήματα και τον χρόνο για τα αντίστοιχα προσόντα.
Σε όλη την πορεία είναι φανεροί οι ταξικοί φραγμοί για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Πρώτα το σκληρό ανταγωνιστικό κλίμα που αναπτύσσεται στον δρόμο προς τις πανελλήνιες, το οποίο αποτυπώνεται με ευρώ, στη συνέχεια η ίδια τη διαδικασία των πανελληνίων που πετάει μαθητές έξω από τις επιλογές τους αλλά τους στέλνει σε ένα Δ.ΙΕΚ δίχρονης κατάρτισης. Έπειτα ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο συνεχώς υποβαθμίζεται και μόνο δωρεάν δεν είναι η φοίτηση σε αυτό. Και τέλος η δημιουργία μαγαζιών προσόντων. Η παιδεία είναι αγαθό και όχι εμπόρευμα.
Η παιδεία δε μπορεί να είναι προνόμιο των λίγων και για τους πολλούς να μένουν σκόρπιες υποβαθμισμένες γνώσεις για όσα βαστάει η τσέπη του καθενός. Το κεφάλαιο κόβει και ράβει την εκπαίδευση στα μέτρα του ως μέρος της συνολικής αναδιάρθρωσης που προωθείται. Για αυτό ακριβώς η υπεράσπιση του δωρεάν και δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης είναι υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας.