Η 28η του Οκτώβρη είναι η μέρα που στον χρονικό της συμβολισμό συμπυκνώνει τόσο το έπος της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στην τριπλή Κατοχή -ιταλογερμανοβουλγαρική- στη χώρα μας, όσο και τη συνέχεια της Αντίστασης του λαού μας ενάντια στον μοναρχοφασισμό, την αγγλοκρατία και την αμερικανοκρατία των χρόνων που ακολούθησαν. Η 28η Οκτωβρίου του 1946 είναι η μέρα που επιλέγεται για να ανακοινωθεί η απόφαση για την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στην Τσούκα Αντιχασίων.
Καθώς στις μέρες μας οι περισσότεροι εκείνης της δρακογενιάς έχουνε αποβιώσει, είναι σημαντικό να σκύβουμε πάνω σε ό,τι μας κληροδότησαν, μαρτυρίες, συγγράμματα, ντοκουμέντα, ιστορικά βιβλία, για να πατήσουμε κι εμείς γερά στην αλήθεια του τόπου μας. Η 28η Οκτωβρίου θα έπρεπε να είναι μια μέρα ντροπής όχι μόνο για τον εσμό των φασιστών, των δοσίλογων, των μαυραγοριτών, των μοναρχικών αλλά συνολικά για την αστική τάξη και τα κόμματά της που πρόδωσαν και ξεπούλησαν ξανά και ξανά γυαλίζοντας τα υποδήματα των ξένων πατρώνων με τα κουρέλια της σημαίας του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα.
Παράλληλα, όμως, όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου είναι απαραίτητο να μην ξεχνάμε. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε, ευτυχώς για εμάς, να κατανοήσουμε τα σκοτάδια στα οποία βρέθηκαν οι παλιότερες γενιές, το τι είχαν να αντιμετωπίσουν καθημερινά, μπορούμε ωστόσο να καταλάβουμε μέσα από τις αφηγήσεις τους ότι ο «πόλεμος δεν είναι εικόνα» στην οθόνη του κινητού μας. Τα δεινά από κάθε πολεμική σύγκρουση είναι βαθιά και αξεπέραστα για τους λαούς. Δεν χωράνε σε καμία περίπτωση ελαφράδες, αστεϊσμοί και σχόλια γηπεδικά. Όχι μόνο γιατί προωθούν την κουλτούρα της απανθρωπιάς, για την οποία μόνο οι αστοί ως εκμεταλλευτές θα έπρεπε να περηφανεύονται, αλλά γιατί ταυτόχρονα αφαιρούν από την προετοιμασία, την συγκρότηση της Τάξης μας απέναντι στους τωρινούς κινδύνους.
Τα δεινά αυτά για τη χώρα μας τα έχει καταγράψει η ιστορική επιστήμη αλλά και η λογοτεχνία. Μια από τις τόσες λογοτεχνικές καταγραφές είναι και αυτή του Γιώργου Ιωάννου στα πεζογραφήματα του βιβλίου του Μόνη Κληρονομιά (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ). Επιλέγουμε ένα από αυτά, με τίτλο «Το μέντιουμ», στο οποίο αναφέρεται στην πόλη του τη Θεσσαλονίκη και τον βομβαρδισμό της από την εγγλέζικη αεροπορία, στις 5 Δεκέμβρη του 1943. Αλλά και σε πολλά άλλα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν.
***
Το μέντιουμ
Λίγο μετά τις σφαγές στη Δράμα και το Δοξάτο, νέο κύμα προσφύγων πήρε να καταφθάνει στην πόλη μας. Με καΐκια, με βάρκες, με χίλια δυο ξεγελάσματα, περνούσανε τον κόλπο του Στρυμόνα ή της Ρεντίνας τα Στενά κι έφταναν με την ψυχή στα δόντια στην πεινασμένη Θεσσαλονίκη, που τριζοβολούσε απ’ τις μυριάδες των ανθρώπων που είχαν στριμωχτεί μέσα της. Τούτοι δω οι πρόσφυγες ήταν πολύ αλλοπαρμένοι απ το φόβο. Μα, μόλις συνέρχονταν κάπως, γίνονταν ιδιαίτερα ζεστοί και ευχάριστοι άνθρωποι. Γέμισε η πόλη μας ομορφιές και λεβεντιές. Πλάσματα μόλις βγαλμένα απ το χέρι του θεού- αθώα και αστραφτερά σαν αρκούδια.
Τότε ήρθαν ξαφνικά κι οι δικοί μας, -μάνα, πατέρας, κόρη και γαμπρός- με μόνες αποσκευές εκείνη τη μακεδονίτικη αθωότητά τους και τον καημό του παλικαριού τους, που αν γυρνούσε από τα Οχυρά, δε θα τους έβρισκε πια στο Σαρί Σαμπάν*. Παρ όλες τις λαχτάρες που είχαν κιόλας τραβήξει, ήταν φανερό πως δεν ήταν κατατοπισμένοι στο τι ακριβώς έγινε. Όταν μάλιστα αντίκρισαν όλους εκείνους τους φαντάρους από την Κρήτη, που αναγκαστικά είχαν απομείνει στην πόλη μας, καθώς οι γερμανοί απαγόρευαν την επιστροφή τους στο νησί, πήραν νέο θάρρος. «Έτσι θα απόμεινε κι ο δικός μας πουθενά, ίσως και να μπερμπαντεύει», είπαν και στυλώθηκαν.
Άρχισαν να γυρίζουν στις γειτονιές, στα επιταγμένα σχολεία και στα υπόγεια κι όπου έβρισκαν πρώην φαντάρους να τους ρωτούν. Έπιασαν φιλίες με αγνώστους, ανακάλυψαν ένα σωρό γνωστούς, αλλά για το παιδί τους δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα το βέβαιο. Δεν ξέραμε πώς να τους συμμαζέψουμε και πώς να τους δώσουμε να καταλάβουν την αλήθεια.
Σηκώνονταν τα πρωινά και πήγαιναν για πληροφορίες έξω απ τους φούρνους, όπου οι χθεσινοί πολεμιστές με απλωμένοι το χέρι ζητιάνευαν. Φυσικά, πήγε άδικα κι αυτός ο κόπος τους. Οι κρητικοί όχι μόνο για το γιο τους δεν ήξεραν, αλλά ούτε καν για τα μακεδονικά οχυρά. Πάντως, όταν ζυμώναμε ψωμί στο σπίτι, ποτέ δεν στέλναμε αυτούς να το πάρουν απ το φούρνο, γιατί ήταν βέβαιο, πως μόλις βγαίναν, το περισσότερο θα το μοίραζαν στους φαντάρους.
Αφού είδαν κι απόειδαν, πήγαν κι εγκαταστάθηκαν σ ένα χωριό του Λαγκαδά, κοντά στη λίμνη, όπου είχαν κάτι μακρινούς συγγενείς απ την άλλη, την παλιά πατρίδα. Δουλευτάρηδες αγρότες καθώς ήταν, γρήγορα βρέθηκαν σε πολύ καλύτερη θέση από μας, Ποτέ τους δεν κατέβαιναν από το χωριό με άδεια χέρια. Ήρθαν αργότερα μέρες που τους περιμέναμε πώς και πώς. Ο καιρός περνούσε, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, μα ο καημός του παιδιού ολοένα και τους κυρίευε. Δεν εννοούσαν να το αποφασίσουν.
Άλλωστε, φήμες και διαδόσεις, μηνύματα που κατάφταναν ξαφνικά από ανθρώπους που τους είχαν όλοι για χαμένους, φούντωναν κάθε τόσο τις ελπίδες τους. Πραγματικά, πολλοί φαντάροι που μάχονταν στα μακεδονικά οχυρά είχαν καταφέρει να περάσουν στην Τουρκία, όπου οι πονηροί τουρκαλάδες, θέλοντας και μη, τους δέχτηκαν και κατόπι τους προώθησαν στη Μέση Ανατολή. Κάτι τέτοιο θα είχα κάνει και ο δικός τους, αυτό το πιστεύαμε όλοι μας. Η πίστη μας όμως αυτή ζητούσε ακατάπαυστα την επιβεβαίωσή της.
Πρώτα το ρίξαν στα αγιωτικά. Έκαμναν παρακλήσεις, ευχέλαια, ακόμα και λειτουργίες σε ξωκλήσια. Έφερναν από το χωριό κάτι αφράτα και μοσκοβολιστά πρόσφορα, που τα έκλαιγε η καρδιά μας, και τα πήγαιναν στην Παναγία Δεξιά, μη παραλείποντας να ρίχνουν στο ειδικό κουτί της εκκλησίας ένα χαρτάκι πάντα με το ίδιο αίτημα: «Παναγία μου, να γυρίσει γρήγορα και γερό το παιδί μας».
Σιγά σιγά, χωρίς να αφήσουν τα αγιωτικά, ξανοίχτηκαν στις χαρτούδες και στις φλυτζανούδες. Κάθε φορά που κατέβαιναν, πήγαιναν τουλάχιστο σε μια από αυτές. Οι μαγίστρες απ’ τα πολλά που τους έλεγαν πετούσαν πότε πότε και κάτι το πετυχημένο, οπότε η καρδιά των δικών μας αναγάλλιαζε απ’ την ελπίδα πώς θα μάθουν. Συνήθως όμως τους αράδιαζαν πράγματα αόριστα ή ακατάληπτα, που οι καημένοι τα ρουφούσαν εκείνη τη στιγμή με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ όση τον κριθαρένιο καφέ με τη ζαχαρίνη. Οι απορίες και οι αμφιβολίες ξεφύτρωναν αργότερα στο σπίτι κι όλοι μαζί μάταια προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε τους γύφτικους χρησμούς και να βρούμε μια στάλα αλήθεια. Μια φλυτζανού τους έβαλε κάποτε την ιδέα πως αν έβρισκαν αληθινό καφέ και ζάχαρη, θα διάβαζε πολύ καθαρότερα το φλυτζάνι. Τέτοια πράγματα όμως δεν βρέθηκαν, όσο κι αν ψάξαμε. Και η πονηρή φλυτζανού την έπαθε για καλά, μια και μόνη της κλόνισε την πίστη στους νοθευμένους καφέδες της.
Έφυγαν απελπισμένοι κι έκαναν καιρό να μας έρθουν. Ήταν, άλλωστε, καλοκαίρι κι έπρεπε να μείνουν στο χωριό για το θέρο. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα βαρύ, νομίσαμε ότι δε θα ξαναϊδωθούμε. Ο εχθρός σπαρταρούσε κι απάνω στο σπαρτάρισμά του βαρούσε στα τυφλά. Τα τάγματα οργίαζαν, τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν τις βάσεις. Χειροβομβίδες έσκαζαν ξαφνικά μέσα στους δρόμους. Όμως ένα αυγουστιάτικο πρωινό το νεαρό αντρόγυνο παρουσιάστηκε στην πόρτα μας φορτωμένο με όλου του κόσμου τα καλά. Η σκληρή δουλειά τους είχε δώσει καινούρια λάμψη.
Κάποιος μαυραγορίτης, που τριγύριζε στα χωριά. Τους έβαλε την ιδέα να πάνε να ρωτήσουνε σε κανένα μέντιουμ. Ποιος ξέρει πώς τους τα είχε παραστήσει, πάνω στην προσπάθειά του να γίνει αρεστός, κι οι άνθρωποι το είχαν πια ένα και καλό, πως αν κατάφερναν να πάνε σε μέντιουμ, θα μάθαιναν οπωσδήποτε την αλήθεια για το χαμένο παλικάρι τους. Βέβαια, κι’ αυτοί το ξέρανε πως οι ενέργειες αυτές είναι διαβολικές, όμως επίσης πιστεύανε πώς ο Θεός συγχωρεί τους βαριά απελπισμένους. Κατανικώντας, λοιπόν, τους δισταγμούς μας και με τη βοήθεια της γειτονιάς εντοπίσαμε ένα μέντιουμ, και το απόγευμα ξεκινήσαμε η ξαδέρφη μου κι εγώ να το βρούμε.
Το σπίτι βρισκόταν στη Νέα Παναγία, όπου ιερουργούσε ο πάτερ Καβαλίκας, άνθρωπος σπουδαίος που αργότερα τον ξυρίσανε. Ανάψαμε ένα κερί και χτυπήσαμε την πόρτα. Το μέντιουμ ήταν μια μεσόκοπη νταρντάνα, αρκετά απεριποίητη. Φορούσε ρόμπα κλαδωτή και λερή ποδιά της κουζίνας. Μας έμπασε σ ένα δωμάτιο με παράθυρα κλειστά και βαριές κουρτίνες. Ένα μεγάλο καντήλι έκαιγε μπροστά στην Παναγιά. Το μέντιουμ έκανε δυο-τρεις μεγάλους σταυρούς μπροστά στην εικόνα κι έπεσε φαρδιά πλατιά στην πολυθρόνα, που βρίσκονταν από πίσω. Είχε τα μάτια κλειστά και κοντανάσαινε.
«Τον βλέπω», είπε, «τον βλέπω. Ψηλός, με μουστάκι. Νίκος…», ψιθύρισε συλλαβιστά. Πήγαμε να τρελαθούμε από την κατάπληξη. Εκείνη τη στιγμή πέρασε και το τραμ και τα τζάμια έτριξαν άγρια. «Πού είναι τώρα;» ρώτησε υπόκωφα η ξαδέρφη μου. «Φυλάγει σκοπός, έξω από μια αποθήκη στην Αλεξάνδρεια». Και το μέντιουμ έγειρε, σα να παρακολουθούσε κάποιον που αργοπερπατάει γύρω από ένα κτίριο. «Πότε θα ρθει;» φωνάξαμε κι οι δυο. «Όταν τελειώσει το κακό». – «Και πότε θα τελειώσει;»- «Γρήγορα, πολύ γρήγορα. Μετά από μια μεγάλη φωτιά». Και λέγοντας αυτά έφερε με κόπο το χέρι στο μέτωπο και άνοιξε τα μάτια. Μας χαμογέλασε. «Μη με ρωτάτε τίποτε άλλο», είπε. «Ποτέ μου δε θυμάμαι τι είδα».
Πετώντας από χαρά της αφήσαμε ένα σακουλάκι αλεύρι και τρέξαμε στο σπίτι. «Ο Νίκος ζει, έρχεται γρήγορα!» Κι ενώ η μέρα κόντευε να τελειώσει, άρχισαν στο σπίτι να ετοιμάζονται για γλέντι. Στην κουζίνα τηγάνιζαν λαρδί με αυγά, προφταστήρες ζυμώνονταν με βιασύνη. Είχαμε κάτι αμελέτητα, τα τηγανίσαμε και αυτά. «Ας πάει και το παλιάμπελο».
Κλείσαμε τα παντζούρια, βάλαμε κουβέρτες στα παράθυρα κι ανάψαμε τις λάμπες τις καλές. Πέσαμε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Οι μεγάλοι άρχισαν να πίνουν στα γεμάτα. Το κρασί ήταν μακεδονίτικο, κατακόκκινο σαν αίμα. Μας έβαλαν να πούμε και να ξαναπούμε με κάθε λεπτομέρεια αυτά που μας είπε το μέντιουμ. Όταν φτάναμε στο όνομα, μας λέγαν: «Είστε βέβαιοι, είστε βέβαιοι, ότι το βρήκε;»- «Πώς δεν είμαστε;» λέγαμε εμείς. Και ολοένα γέμιζαν και τσούγκριζαν τα ποτήρια. Πρώτα αρχίσανε με τραγούδια αισθηματικά. Η ξαδέρφη μου ήταν ωραία μεσόφωνη κι ο άντρας της τη συνόδευε με την κιθάρα μας, που είχε όμως μια τρύπα, καμωμένη από βληματάκι. Ο πατέρας μου, που ανήκε ένα φεγγάρι στη χορωδία του «Θερμαικού», έκαμνε τον βαρύτονο, βγάζοντας πού και πού κάτι βαθιές νότες, έλεγε όμως στραβά τα λόγια των τραγουδιών. Σα νέος της εποχής αντιπαθούσα τα αισθηματικά τραγούδια. Πήγα στο άλλο δωμάτιο, που ήταν σκοτεινό, κι ανοίγοντας το παράθυρο κοίταζα την κατασκότεινη νύχτα. Όμως ξαναγύρισα μέσα μόλις άκουσα να τραγουδούν το «Κορόιδο Μουσολίνι». Είχαν γίνει χορωδία σωστή. Και ξαφνικά η ξαδέρφη μου το γύρισε στα αντάρτικα:
«Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα…»
Ώσπου να ανοίξει το στόμα της, όλοι τη συνοδεύαμε. Το σπίτι ήταν ψηλό, δεν ακουγόταν τίποτε κάτω. Τραγουδούσαμε και κοιταζόμασταν στα μάτια. Όταν όμως φτάσαμε στα λόγια:
«Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον Αγώνα
για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά…»
κόπηκαν οι φωνές και χαμήλωσαν τα κεφάλια. Όλοι κλαίγαμε γοερά, περνώντας ο καθένας από το νου του τα μύρια όσα. Ύστερα σηκώσαμε πάλι τα ποτήρια κι ο πατέρας είπε: «Άντε, καλή Λευτεριά». Κι η ξαδέρφη μου χαμήλωσε το κεφάλι, ενώ ο άντρας της, ένας παλίκαρος, χαμογέλασε πονηρά. Πού να το ξέρουμε πώς ήταν γκαστρωμένη; Καθόλου δε φαινόταν. «Αχ, εκείνη η βερικοκιά μας στο Σαρί Σαμπάν», είπε με καημό η κοπελίτσα. «Πότε θα γυρίσουμε πίσω» Και ξέχναγε ολότελα την ελονοσία, που κόντεψε να τους ξεκληρίσει εκεί πέρα. Ένας θειός της μάλιστα στο σπίτι μας είχε πεθάνει, όταν τον κουβάλησαν την τελευταία στιγμή για γιατρούς.
Εκεί που μιλούσαμε, κάτι ακούστηκε από μακριά. Κάναμε ησυχία κι αμέσως είπαμε: «Συναγερμός!» Σε λίγο όλες οι σειρήνες δονούσαν άγρια τον αέρα. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Μαθημένοι απ τους άλλους συναγερμούς, που έληγαν σχεδόν ανώδυνα, δε μας πέρασε καθόλου απ το νου να κατεβούμε στο καταφύγιο. Χαμηλώσαμε τις λάμπες κι ανοίξαμε τα παντζούρια για να απολαύσουμε το ευχάριστο για μας θέαμα. Στην αρχή δεν ακουγόταν τίποτε, μονάχα μερικοί δυνατοί προβολείς σάρωναν το κατάμαυρο στερέωμα. Ύστερα, απ τη μεριά του Ολύμπου άρχισαν να σκάζουν κάτι σαν αστράκια πυκνά στον ουρανό, χωρίς να ακούγονται αμέσως οι κρότοι. Ήταν τα βαριά αντιαεροπορικά του Μεγάλου Καράμπουρνου, φερμένα, όπως έλεγαν, απ τη γραμμή Μαζινό. Μαζί σχεδόν με τις εκρήξεις πήρε να ξεχωρίζει κι ο βαθύς βόμβος των αεροπλάνων. Θα πρέπει να ήταν πολλά και βαρυφορτωμένα. Έκαμναν εκείνο το χαρακτηριστικό «ντούκου, ντούκου», που από μόνο του ήταν αρκετό για να σου κόψει τα ήπατα. Είδα τον πατέρα μου να ψαχουλεύει στο τραπέζι και να αδειάζει το ποτήρι του με το κρασί. Οι γυναίκες στριμωγμένες στο άλλο παράθυρο, είχαν χάσει τη μιλιά τους. Τα αεροπλάνα έρχονταν ίσια καταπάνω μας. Σε λίγο καπλάντισαν τον ουρανό μας και άκουγες τα τζάμια να τρέμουν.
Φορώντας κατσαρόλες χάλκινες στο κεφάλι, βγήκαμε στην ταράτσα της σοφίτας μας. Τα σιδερένια καρτάλια έφεραν πρώτα έναν κραταιό κύκλο πάνω από την πόλη σα να χαράζανε με διαμαντόπετρα το κομμάτι του ουρανού μας. Κοιτάζαμε αμίλητοι προς τα πάνω, κρατώντας τις κατσαρόλες να μη μας πέσουν. Όταν γλεντούσαμε προηγουμένως και κάναμε προπόσεις, η πομπή αυτή πρέπει να είχε ξεκινήσει κιόλας. Ξαφνικά κρεμάστηκαν απ’ τον ουράνιο θόλο τουλάχιστο πενήντα μεγάλες φωτοβολίδες σαν πολυέλαιοι. Η πολιτεία μας φεγγοβολούσε κάτασπρη, ίδια με ολόγυμνη γυναίκα που καρτερεί στο κρεβάτι. Τα αεροπλάνα έκαμναν όλο και χαμηλότερους κύκλους. Πάνω ς αυτό άρχισαν να πέφτουν βροχή οι μπόμπες. Προλάβαμε να δούμε τεράστιες φλόγες να ξεπετιούνται στα δυτικά.
Κουτρουβαλώντας σχεδόν τη σκάλα πήγαμε και χωθήκαμε έτσι με τις κατσαρόλες στο υπόγειο, όπου ολόκληρη η πολυκατοικία ήταν κιόλας στριμωγμένη. «Γίνεται χαλασμός», αναγγείλαμε. Κάτι γυναικούλες, που προσεύχονταν γονατιστές κάτω από μια κρεμασμένη λάμπα θυέλλης, μας κοίταξαν με φοβισμένο χαμόγελο. Η ξαδέλφη μου με τον άντρα της κάθισαν σε μια γωνιά όλο χαρά και αμεριμνησία. Με όλη τη στάση τους, θαρρείς και ήθελαν να δείξουν πώς αυτοί είναι από χωριό κι επομένως, σαν φιλοξενούμενοι, δεν είχαν να φοβούνται τίποτε από αυτά, που συνέβαιναν στην πόλη. Όμως οι εκρήξεις όχι μονάχα δεν έλεγαν να σταματήσουν, αλλά ολοένα και μας πλησίαζαν. Στο τέλος πήρε να σείεται απ’ τα θεμέλια το τεράστιο σπίτι. Κοιταχτήκαμε ανήσυχοι και παραξενεμένοι. «Λες να μας φέρουν κατά λάθος καμιά;» μισοαστειεύτηκε κάποιος. «Δεν είναι δυνατό», είπαμε με αγανάκτηση, «οι εγγλέζοι προσέχουν». Δεν ξέραμε, βέβαια, αν είναι εγγλέζοι ή αμερικάνοι, αλλά το πρώτο το προτιμούσαμε. Κάτι είχαμε μυριστεί από τότε για τους αμερικάνους. Στο μεταξύ το πανδαιμόνιο έξω συνεχιζόταν. Τα αεροπλάνα είχαν κατέβει πολύ χαμηλά, κάθε άμυνα είχα παραλύσει. Κάτι πρέπει να ρίχνανε, εκρήξεις όμως δεν ακούγονταν.
Ακολούθησε για ώρα φοβερή σιγή, κι αυτό μας έδωσε το κουράγιο να βγούμε ως την εξώπορτα. Αμέσως νομίσαμε πως είχε ξημερώσει. Φεγγοβολούσε το παν και τρεμόλαμπε. Καταλάβαμε. Η πόλη μας είχε κορώσει στα δυτικά. Μέσα στο αντιφέγγισμα σκοτεινά κοπάδια ανθρώπων τρέχανε βουβά, με στρώματα, παπλώματα, και μπογαλάκια στη ράχη. Κανένας τους δε μιλούσε ούτε μας απάντησαν. Είχαν το φέρσιμο ανθρώπων, που μόλις γλίτωσαν από του χάρου τα δόντια. Περνούσαν από μπροστά μας σαν φαντάσματα και άγνωστο πού πήγαιναν. Πάντως, κανένας τους δεν ήθελε να σταματήσει στη γειτονιά μας ούτε για να πάρει ανάσα κι αυτό σήμαινε ότι το κακό δεν ήταν μακριά. Ίσως και να ερχόταν καταπόδι. «Καιγόμαστε!», φώναξε κάποιος.
Τρέξαμε στην ταράτσα χωρίς να περιμένουμε τη λήξη του συναγερμού, που άλλωστε ποτέ δεν έληξε επίσημα. Απίστευτα πράγματα είχαν συμβεί μέσα σε λίγη ώρα. Ολόκληρη η δυτική ζώνη, απ’ το λιμάνι ως την Επτάλοφο, κατέχονταν από ένα πανύψηλο τείχος φωτιάς. Σύγκρυο μας κυρίεψε. Τίποτε δε θα χε απομείνει από κείνες τις συνοικίες. Και είχαμε ένα σωρό γνωστούς και φτωχοσυγγενείς εκεί, που τους αποφεύγαμε επιμόνως. Ώστε δεν έριχναν μονάχα πάνω στους στόχους. Μα σαν πήραν να ανατινάζονται στο λιμάνι κάτι αποθήκες πυρομαχικών, μόνο που δεν ζητωκραυγάσαμε. Είχαν πετύχει λοιπόν τους στόχους. Οι φλόγες έφταναν πια μέχρι τρίτου ουρανού. Δισεκατομμύρια σπίθες ξεφεύγανε ψηλά. Ο καπνός πού και πού μας τύλιγε και μας μουντζούρωνε. Και ευτυχώς που δε φυσούσε βαρδάρης. Πλησιάζοντας την ξαδέρφη μου της είπα: «Ύστερα από μια μεγάλη φωτιά. Θυμάσαι;»- «Ναι, ναι» χαμογέλασε και σφίχτηκε στην αγκαλιά του άντρα της. Τα μάτια μας τρέχανε απ’ τα καρβουνάκια της πυρκαγιάς, δείχναμε ότι κλαίμε, μα εμείς κοιταζόμασταν καταχαρούμενοι. Μια γριά έλεγε και ξανάλεγε με δυσάρεστη φωνή: «Ούτε στο δεκαεφτά δεν ήταν τόση η φωτιά». Μια άλλη γυναίκα, μικρασιάτισσα, θυμήθηκε την πυρκαγιά της Σμύρνης κι άρχισε ξαφνικά να ολολύζει. Ακούμπησε το κεφάλι της στο ζεστό πεζούλι και χτυπιότανε. Την πήρανε τα παιδιά της, να μη βλέπει τη φωτιά και θυμάται. Άλλοι, πιο ψύχραιμοι, θυμήθηκαν την πυρκαγιά στις Σέρρες κι άλλοι μιλούσανε για το Μελένικο. Όλοι σχεδόν είχαν στη μνήμη τους μεγάλες φωτιές. Όσο για μένα ήξερα ότι έβλεπα τη μεγάλη φωτιά της ζωής μου. Έτρεμα από το θέαμα και από την τόσο γρήγορη εκπλήρωση της προφητείας.
Όταν βεβαιωθήκαμε πώς δεν ξεφύτρωνε καμιά φλόγα και στην περιοχή μας, χωριστήκαμε για να πάμε να ξαπλώσουμε. Κόντευε άλλωστε να ξημερώσει. Αλλά πού μπορούσε να κλείσει κανένας μάτι. Οι μεγάλοι ξαναστρώθηκαν στο τραπέζι κι άρχισαν να πίνουν κρασάκι αγναντεύοντας τις φλόγες. Άκουσα την ξαδέρφη μου να τους λέει για την προφητεία του μέντιουμ. «Μα, αυτό γιατί δεν μας το είπατε; Αυτό είναι σπουδαίο», έλεγαν ζωηρά οι άλλοι. «Τώρα είμαι πιο βέβαιος», ακούστηκε ο πατέρας μου. Αλλά κανένας δεν πρόσεξε τον υπαινιγμό του. Το κοκκινέλι κυλούσε.
Εγώ πάλι με χαρά και άφατη ικανοποίηση είχα ανοίξει στο διπλανό δωμάτιο διάπλατα το παράθυρο, που κοίταζε κατά το λιμάνι, και παρακολουθούσα αχόρταγα τις φλόγες. Πάντοτε μου άρεζε να βλέπω φωτιές, όμως αυτή τη φορά, που υπήρχε και ανώτερη δικαιολογία, είχα ξετρελαθεί απ’ τον ενθουσιασμό μου. Σε μικρό διάστημα είδα να καταβροχθίζονται από τη φωτιά ένα πλήθος γνωστά μου και αγαπητά μου πράγματα. Ο Παλιός Σταθμός, οι αποθήκες του λιμανιού, οι εγκαταστάσεις της Ελευθέρας Ζώνης, διάφορα σπίτια ψηλά και κατάκλειστα, που δεν είχα προλάβει να μάθω σε τι χρησίμευαν. Αλλά εκεί που γινόταν το μεγάλο κακό ήταν η οδός Φράγκων. Όταν πλησίασα στο παράθυρο, η εκκλησία των Καθολικών γλείφονταν κιόλας απ τις φλόγες, που κατάκαιγαν θριαμβευτικά το διπλανό νοσοκομείο. «Είδα το καμπαναριό της να τυλίγεται και τα τελευταία πουλιά να φεύγουν από μέσα. Ίσως όμως και να μην ήταν πουλιά. Σαν πολύ μεγάλα μου φάνηκαν. Για χρόνια ύστερα το μεγάλο καμένο ρολόι του καμπαναριού έδειχνε ώρα τέσσερεις. Και ήταν τέσσερεις το πρωί για μένα. Το κοίταγα πάντα με ιδιαίτερη συγκίνηση, όταν αργότερα ζωσμένος κι εγώ με τη σειρά μου από τις αγωνίες και αναζητώντας μια πίστη πιο δυνατή πήγαινα κι εκκλησιαζόμουν στην εκκλησία των Καθολικών, αλλά στο υπόγειό της, μια και ο κυρίως ναός ήταν από κείνο το βράδυ καμένος. Όταν διόρθωσαν την εκκλησία κι ανέβηκαν απ το υπόγειο, έπαψα πια να πηγαίνω. Αλλιώς ηχούσε το αρμόνιο στο υπόγειο. Γονάτιζες χωρίς να το καταλάβεις.
Κατά τα ξημερώματα η πυρκαγιά μεταδόθηκε σε μια μεγάλη καπναποθήκη. Θα ήταν έξι πατώματα ψηλή και κάηκε σα λαμπάδα. Την ήξερα καλά. Εκεί δίπλα ήταν το πρακτορείο του Λαγκαδά, όπου πήγαινα συχνά για να παραλάβω κανένα καλάθι. Άφησα το παράθυρο και μπήκα μέσα για να τους πω ότι το πρακτορείο καίγεται. «Δεν πειράζει», μου είπαν. «Ο Λαγκαδάς να ναι καλά και το πρακτορείο ας καίγεται». Συζητούσαν για το μέλλον και κατέχονταν από μεγάλη αισιοδοξία.
Σαν ξημέρωσε ξεχυθήκαμε στους δρόμους, με μια χαρά σα να πηγαίναμε σε εκδρομή. Μπορούσες να πας όσο ήθελες κοντά στις βομβαρδισμένες περιοχές, μια και δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος για να σε εμποδίσει. Μονάχα σε ορισμένα σημεία, άκουγες να φωνάζουν: «Μην πλησιάζετε, έχει άσκαστες μπόμπες». Μα, εμείς από τη χαρά μας δε λογαριάζαμε τίποτε. Υποπτευόμασταν άλλωστε ότι το λένε επίτηδες. Εκείνες οι εκρηκτικές είχαν κάνει περίφημα τη δουλειά τους. Η κοντινή, που το βράδυ μας κατατρόμαξε, χτύπησε από τα πλάγια το αρχηγείο των ταγματασφαλιτών. Χώθηκε από το δεύτερο πάτωμα και σμπαράλιασε μέσα τα πάντα. Δέντρα των πεζοδρομίων, θερισμένα απ’ τα βλήματα, φράζανε τους δρόμους. Φορτώθηκα μια μεγάλη κλάρα ακακίας για τα αδηφάγα κουνέλια μας. Πολύ τις είχα στο μάτι αυτές τις ακακίες. Αντλίες τρέχαν πάνω κάτω συνεχώς. Οι πυροσβέστες κατάκοποι, αλλά με μια βαθιά ικανοποίηση στα πρόσωπα, κοιτούσαν κρυφοχαμογελώντας τον κόσμο. Ένας μάλιστα με χαιρέτησε. Ήταν σαν λάβαρο το ολοπράσινο κλαδί.
Έτσι, με το κλαδί στον ώμο, πήγαμε με τα ξαδέρφια μου μέχρι το πρακτορείο του Λαγκαδά. Φυσικά, ούτε πρακτορείο υπήρχε ούτε γκαζοζέν. Καλά καλά ούτε δρόμος. Όμως αυτό αντί να τους λυπήσει, τους ενθουσίασε. Αποφάσισαν αμέσως να πάνε στο χωριό με τα πόδια. Τα νέα που είχανε για το παλικάρι και το όραμα της φωτιάς, τους έδιναν φτερά και δεν τους ένοιαζε ο δρόμος. Άλλωστε, ως το απόγευμα θα είχανε φτάσει. Τους συνοδέψαμε μέχρι το Βαρδάρι, εκεί που αρχίζει η οδός Λαγκαδά. Φιληθήκαμε, είπαμε «με το καλό να τον δεχτούμε», κι οι μεγάλοι συμφώνησαν για ένα τρικούβερτο γλέντι. Στάθηκα κι ανεβοκατέβαζα το κλαδί για ώρα.
Όμως όταν ξεκουμπίστηκε ο κατακτητής, δεν μπορέσαμε να τους ξαναδούμε. Δεν περίμεναν ούτε τα τραίνα να διορθωθούν, ούτε τα βαπόρια να ξαναρχίσουν. Έφυγαν βιαστικά πάνω σ’ ένα κάρο, μήπως γυρίσει το παιδί στο σπίτι και δεν τους βρει.
Όμως το Νίκο η αδερφή του ακόμα τον καρτερεί στο Σαρί Σαμπάν. Μονάχη της και χήρα πια, με δυο παιδιά παντρεμένα.
* Σαρί Σαμπάν είναι η ονομασία της Χρυσούπολης Καβάλας