Οι καπετάνιοι της άμμου. Το όνομα μιας συμμορίας παιδιών στη Μπάια της Βραζιλίας. «Η πόλη είναι γεμάτη από παιδιά που ζουν κλέβοντας»… αυτά είναι τα πρώτα λόγια που ξεκινά το εμβληματικό του έργο ο Jorge Amando. Γραμμένο το 1937 στοιχειωμένο από ένα πρόβλημα τεράστιου μεγέθους για τη Βραζιλία: τα ορφανά παιδιά και τα χαμίνια του δρόμου.
Ένα βιβλίο σταθμός για την παιδική αθωότητα που χάνεται μέσα στη σκληρότητα των ταξικών κοινωνιών και των ανισοτήτων. Μια κραυγή για όλα τα χαμίνια που χωρίς μητρικό χάδι, δικαιώματα, εκπαίδευση, παιχνίδι, δασκάλους, καθαρά ρούχα και νερό προσπαθούν σαν φαμίλιες από αδερφάκια να επιβιώσουν. Οι μπάτσοι, τα ορφανοτροφεία, οι καθωσπρέπει, τα αναμορφωτήρια, το φαινόμενο προσπαθούν να το εξαλείψουν με βία, βασανιστήρια και βαρβαρότητα. Αυτά τα παιδιά αμύνονται με κάθε τρόπο μέσα στο μικροέγκλημα και την αλληλεγγύη των πιο κάτω «από τους κάτω».
Ο Αμάντο δείχνει ότι αυτά τα παιδιά, οι καπετάνιοι της άμμου,είναι προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας. Παιδιά αγροτών και εργατών που έμειναν χωρίς σπίτι και αναγκάστηκαν να γίνουν πορτοφολάδες, φερματζήδες, επαίτες, να εκπορνεύονται από μικρή ηλικία, να πουλιούνται και να κάνουν «δουλειές» για τα σεβαστά αφεντικά της μαύρης οικονομίας. Ένα φτηνό εργατικό δυναμικό παραοικονομίας που τρεφόταν από την εξουσία.
Στο βιβλίο παράλληλα μέσα από δεκάδες φιγούρες παιδιών ο Αμάντο δείχνει την ταξική καταγωγή όλων. Όλοι από μια πονεμένη ιστορία. Παιδιά σκλάβων και εργατών. Τραυματισμένες ψυχές και αναπηρίες, παιδιά χωρίς προσανατολισμό και καθοδήγηση. Κοιμούνταν σε σπηλιές στην παραλία και σε εγκαταλειμμένα μέρη. Τον πατέρα και την μητέρα την αντικαθιστά μια συλλογική «ηγεσία» μιας χούφτας αλανιών που κάθε βράδυ λύνουν όλα τα ζητήματα της φαμίλιας τους. Αυτοί βάζουν τους κανόνες στο τι επιτρέπεται και στο τι όχι. Το ηθικό και το ανήθικο των παιδιών του δρόμου, όπως το κατανοούσαν τα ορφανά αλάνια της Μπάια.
Ο Πέτρο Μπάλλα ήταν ο αρχηγός που όλοι αγαπούσαν σαν πατέρα, αδερφό και φίλο. Ο ορφανός γιός του απεργού λιμενεργάτη που δολοφόνησε η αστυνομία σε απεργία είναι μία από τις επιβλητικές μορφές του βιβλίου. Ο κουτσός, ο δάσκαλος, ο ανάλατος, ο ζαχαρένιος, ο γάτος, ο γκράντε τα παιδιά κουρέλια ήταν οι σύντροφοί του που μαζί πάλευαν για την διαρκή ελευθερία και την επιβίωση. Πως; Με φαλτσέτες, μπουνιές, σχέδια, ριψοκίνδυνες αποστολές, κλάμα και φόβο, βία και τρεχάλα. Παιδιά που δεν ήταν παιδιά. Βίαιη ενηλικίωση που σοκάρει για το πώς γενιές ολόκληρες μέσα στο καμίνι των φτωχοδιαβόλων μεγάλωσαν στους μαχαλάδες της Λατινικής Αμερικής και αλλού.
Οι αντιθέσεις τεράστιες που σε κάθε σελίδα φανερώνουν όλη τη βία του ιμπεριαλισμού ως σύστημα καθυπόταξης και λεηλασίας. Αυτά τα παιδιά ήταν το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της πηγής του κακού. Οι αστικοτσιφλικάδες από την άλλη και τα αστικά στρώματα ζούσαν και ζουν μια ζωή παραδεισένια στις πλάτες των προλετάριων. Οι σημερινές φαβέλες και οι ένοπλες συμμορίες με τα πιστόλια στα χέρια δωδεκάχρονων στη Βραζιλία είναι τα εγγόνια και δισέγγονα των καπετάνιων της άμμου. Με τη μόνη διαφορά ότι εκείνες οι παιδικές συμμορίες συμμετείχαν σε ένα άλλο τύπου καταμερισμού εργασίας σε μια άλλη περίοδο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Οι κανγκασέιρος που δρούσαν στη βραζιλιάνικη ύπαιθρο ήταν οι ήρωες των μικρών ορφανών. Σε αυτούς αναγνώριζαν τη δικαιοσύνη και το μίσος για τους πλούσιους. Οι φαμίλιες των χαμινιών με τις φαλτσέτες και τα γιουρούσια που θαύμαζαν τους κανγκασέιρος και κυνηγιόνταν με τους χωροφύλακες και τον νόμο, ήταν οι ίδιες που θελαν να πάνε στο λούνα παρκ σαν τα άλλα παιδιά και να ξεχαστούν πάνω στα αλογάκια. Τα παιδιά που λαχταράνε πάντα ένα γλύκισμα ή ένα ζεστό πιάτο φαί. Και το κυριότερο: ένα χάδι πριν τον ύπνο. Λίγα λόγια αγάπης. Λίγη γαλήνη.
Κι όμως οι καπετάνιοι της άμμου μεγάλωσαν μέσα σε μάχες καθημερινότητας, πληγές, αίμα και θάνατο. Ήταν μια περίοδος που θέριζε η ευλογιά. Οι πλούσιοι πήγαν για το «μπόλι» όπως το λεγαν μεταξύ τους οι φτωχοί, εμβολιάστηκαν και γλίτωσαν. Οι λαϊκές μάζες πέθαιναν κατά χιλιάδες. Καθημερινά νεκροί και στις γραμμές «των από κάτω» το φάρμακο ήταν οι θεοί των μαύρων και οι προσευχές σε αγαλματίδια της μαύρης Αφρικής. Οι πλούσιοι καθάριζαν τα σπίτια τους και πρόσεχαν την παραμικρή εστία μόλυνσης. Οι υπηρέτες τους με αντισηπτικά καθάριζαν τις συνοικίες και πρόσεχαν τα παιδιά τους. Τα κουρέλια των πόλεων πέθαιναν. Το βιβλίο αφιερώνει πολλές σελίδες σε αυτή την κραυγαλέα αντίθεση υγειονομικής διαχείρισης. Οι καπετάνιοι της άμμου χάνουν την αγαπημένη τους Ντόρα, τη μοναδική αδερφή που πήγε κοντά τους επειδή έχασε την προλετάρια μητέρα της από ευλογιά. Έμεινε στο δρόμο, την περισυνέλλεξαν οι καπετάνιοι της άμμου, εντάχθηκε στη φαμίλια και έγινε η μητέρα όλων, κοιμήθηκε δίπλα τους κάτω από τα άστρα του ουρανού. Έζησε τον εγκλεισμό και την διαπόμπευση του αστικού τύπου που κυνηγούσε τα χαμίνια της πόλης, πιέζοντας διαρκώς τις αρχές για συλλήψεις και σωφρονισμό των αλητήριων. Πέθανε και η ίδια από ευλογιά που θέριζε τις λαϊκές συνοικίες. Συνειρμικά δε μπορεί να μην περάσει από το μυαλό ο Μπολσονάρο με τις ανοησίες περί αλιγατόρων και το θέρισμα του covid-19 στο βραζιλιάνικο λαό.
Δίπλα τους, σε αυτή τη ζωή κόλαση, ως επιρροή, ένας φιλότιμος παπάς «αναρχικός» για την αρχιεπισκοπή. Μια μάγισσα της μαύρης θρησκείας με τα ματζούνια και τις προσευχές της. Και ένας οργανωμένος επαναστάτης λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν που το φαινόμενο ορφανά και άστεγα παιδιά δεν το κοιτούσαν όπως οι αστοί και οι καθωσπρέπει με το δάχτυλο στη σκανδάλη αλλά ως δράμα της φτωχολογιάς που ευθύνονται οι εξουσιαστές εξ ολοκλήρου γι αυτό. Ο καθένας με τη δική του κοσμοθεωρία. Η μεταφυσική και η μοιρολατρία σε σύγκρουση με τον ιστορικό υλισμό και τον επαναστατικό δρόμο της δικαιοσύνης. Και τα παιδιά μέσα στους συμπληγάδες των τεράστιων κοινωνικών και πολιτιστικών αντιθέσεων να προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους. Με ποιους και γιατί. Ποιος ο σκοπός της ύπαρξης; Το χρήμα, η κλεψιά, η εκδίκηση, το μίσος, η επανάσταση; Τι;
Τα παιδιά του περιθωρίου μοιράζονται καθώς μεγαλώνουν, παίρνει το καθένα το δρόμο του, η αγέλη διασκορπίζεται, πολλά χάνονται, διαλύονται στα κελιά, πνίγουν με μίσος τη ψυχή τους, άλλος γίνεται εκδικητής της υπαίθρου με τους κανγκασέιρος, άλλος νταβατζής και νταλαβερτζής, άλλοι (οι λιγότεροι) εργάτες, άλλος μετακινούμενος μουσικός των φτωχών (κάτι σαν τους δικούς μας ρεμπέτες), ένας ο δάσκαλος (ο μοναδικός που ήξερε να διαβάζει) σπουδάζει στην καλών τεχνών και με το ζωγραφικό έργο του προσπαθεί να δώσει φωνή στα ορφανά αδέρφια του και ο αρχηγός Πέτρο Μπάλα ακολουθεί το δρόμο της οργάνωσης του προλεταριάτου. Ακολουθεί τη φωνή των επαναστατικών κινημάτων που γεννήθηκαν στη Λατινική Αμερική και πάλεψαν για δικαιοσύνη και σοσιαλισμό.
Όλοι όμως πέρασαν από το «σχολείο» των καπετάνιων της άμμου και ήταν το σημάδι της ψυχής τους που χιλιάδες παιδιά είχαν ως εμπειρία στη βραζιλιάνικη γη.
Ο Αμάντο έβαλε την τέχνη δίπλα στη στράτευση, μέσα στη διαλεκτική της πραγματικής ζωής. Ας μας επιτραπεί να μοιραστούμε μια σκέψη –ερώτημα. Άραγε να είχε διαβάσει ο μεγάλος σοβιετικός παιδαγωγός Α. Μακαρένκο το έργο του Αμάντο; Ο ίδιος ήταν αυτός που μάζεψε χιλιάδες παιδιά ορφανά μετά τον εμφύλιο που γυρνούσαν στους δρόμους και αλήτευαν και τα οργάνωσε σε παιδικές κολλεκτίβες. Φυσικά και δε μπορεί να απαντηθεί. Όμως πάνω στο ζήτημα της αστεγίας, ορφάνιας, εκπόρνευσης, εκδούλευσης παιδιών του προηγούμενου αιώνα ήταν η Σοβιετική Ένωση (ο Μακαρένκο έπαιξε καταλυτικό ρόλο) που πρώτη και με ριζοσπαστικό τρόπο για την εποχή προσπάθησε να το λύσει με τις παιδικές κομμούνες συλλογικής ζωής. Προτείνουμε στους συντρόφους αναγνώστες μετά την ανάγνωση των «καπετάνιων της άμμου» να διαβάσουν το δίτομο βιβλίο Παιδαγωγικό Ποίημα του Μακαρένκο που δείχνει τον τρόπο που η νεαρή σοβιετική εξουσία προσέγγισε το ζήτημα και έδωσε στα παιδιά αυτά προοπτική και σκοπό για την πανανθρώπινη απελευθέρωση και τα ξεσκλάβωσε από τις δεισιδαιμονίες και την υποταγή στα αφεντικά. Ο Αμάντο με αυτό το τεράστιο λογοτεχνικό αριστούργημα της χαμένης παιδικής αθωότητας βαφτίζεται από μας ως ο «Λουντέμης της Βραζιλίας».
Γ. Σεραφίνος
* Το βιβλίο του Αμάντο πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε μετάφραση του Κ. Ξάνθου στις εκδόσεις Αρδηττός και με τίτλο Πέντρο Μπάλλα(!) το 1955. Ξαναμεταφράστηκε από τη Μαρία Κούρση και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πορεία το 1982. Η ίδια έκδοση επανεκδόθηκε το 1992. Το βιβλίο είναι εξαντλημένο.