Καθώς διαβάζαμε το βιβλίο του βραζιλιάνου συγγραφέα Χόρχε Αμάντο (Jorge Amando 1912-2001) «Οι δρόμοι της πείνας», αναρωτιόμασταν: είχε πέσει άραγε στα χέρια του Η. Βενέζη αυτό το λογοτεχνικό αριστούργημα κοινωνικής κριτικής; Για ποιόν λόγο; Γιατί περιγράφει με γλαφυρό τρόπο και με όπλο το ρεαλισμό την «κάθοδο» εξαθλιωμένων και ξεσπιτωμένων μπουλουκιών αγροτών προς τις πόλεις για να βρουν δουλειά. Ο Βενέζης στο έργο του έδωσε φωνή στους πρόσφυγες από την Ανατολή, περιέγραψε τις κακουχίες τους. Ο Χόρχε Αμάντο, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, περιγράφει μια εσωτερική «οδύσσεια» μιας οικογένειας που θυμίζει τις προσφυγικές τραγωδίες στα μέρη μας τον προηγούμενο αιώνα. Και οι δύο συγγραφείς έχουν τη ματιά όσων ξεριζώθηκαν και πόνεσαν, όσων είδαν τους δικούς τους ανθρώπους να χάνονται από φτώχεια, πείνα και αρρώστιες, μακριά από τα μέρη τους.
Οι δρόμοι της πείνας είναι μια ατελείωτη πορεία βασάνων και ανέχειας των αγροτών που από εκμεταλλευόμενοι στα τσιφλίκια των γαιοκτημόνων διώχνονται από τη γη και μεταφέρονται μαζικά προς τις φάμπρικες και την αστική ζωή των μεγαλουπόλεων. Πρώτο πλάνο το άλυτο πρόβλημα της γης στη Βραζιλία. Οι μετακινούμενες μάζες παραδομένες σε κάθε λογής εκμεταλλευτή και κομπογιαννίτη. Τα παιδιά των αγροτών πεθαίνουν από την πείνα και από την ελονοσία. Οι ψευδαισθήσεις για ένα καλύτερο αύριο στις μεγαλουπόλεις άσβηστες· ακόμα και όταν τα κοράκια πετούν πάνω από τα κεφάλια των αδυνατισμένων από την αφαγία οδοιπόρων. Αγροτικές οικογένειες που κοιμούνται στην ύπαιθρο, τρώνε γατιά και ποντίκια, κυνηγούν ότι μπορεί να φαγωθεί για να μην «πεθάνουν τα μικρά». Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο Καατίγκα:
«Άγονη κι αφιλόξενη απλώνεται η Καατίγκα. Σ’ αυτό το σερτάο, ξερό και άγονο σα μια έρημο από αγκάθια, χιλιάδες λεύγες μακρυά δε βλέπεις, παρά αραιούς θάμνους. Κάτω απ’ τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο φίδια και σαύρες γλυστράνε ανάμεσα στις πέτρες. Σαύρες πελώριες, ακίνητες, που όταν σε καρφώνουν με τα ανέκφραστα μάτια τους, μοιάζουν σαν σκαλισμένες φιγούρες ενός πρωτόγονου απολιθωμένου κόσμου. Τα φίδια είναι απ’ τα φαρμακερά, ο Γιαραρακουσού, η Γαραράκα, ο κροταλίας. Μόλις κουνηθεί κανένα κλαρί, ή μόλις πηδήξει καμιά σαύρα, ή όταν ζεσταίνει τρομερά ο ήλιος, αρχίζουν να σφυρίζουνε δαιμονισμένα. Οι αφάνες των αγκαθιών, όπως διασταυρώνονται μέσα στην καρδιά της Καατίγκα, σχηματίζουνε μια έρημο αδιαπέραστη. Είναι η αδιαπέραστη καρδιά της Βορειοδυτικής χώρας. Ξηρασία, αγκάθια, φαρμάκι, τίποτ’ άλλο. Δε θα βρεις ούτε ένα δρόμο, ούτε καν μονοπάτι, ούτε δέντρο με ξεκούραστη σκιά, ούτε κανένα ζουμερό καρπό. Μονάχα μερικές ουμπουράνας υψώνονται πού και πού διακόπτοντας τη μονοτονία των θάμνων. Το μάτι αγκαλιάζει στο άπειρο κάκτους απ’ όλα τα είδη, φαβέλας, μαντακάρους, κολούμπις, κιχάμπας, και στη μέση, σαν από κάποιο θαύμα, βλέπεις το λουλούδι κανενός ορχεοειδούς. Χιλιάδες λεύγες εκτείνεται η έρημος της Καατίγκα. Δίχως δρόμους, δίχως μονοπάτια, δίχως τροφή, δίχως νερό, δίχως σκιά και ρυάκια. Αδύνατο να περάσει κανείς την Καατίγκα του βορειοδυτικού σερτάο.
Ωστόσο, βήμα με βήμα προχωρούσε σ’ αυτή την έρημο ένα αμέτρητο κοπάδι χωρικοί. Άνθρωποι διωγμένοι απ’ τα σπίτια τους, απ’ τους μεγαλοτσιφλικάδες και την ξηρασία, αφανισμένοι, χωρίς δουλειά, τραβούσανε για το Σαν Πάολο, το Ελντοράντο της φαντασίας τους. Κατέβαιναν απ’ όλες τις επαρχίες γι’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, φορώντας στα πόδια τους ένα ζευγάρι μονάχα σανδάλια. Διασχίζουν την καρδιά της Καατίγκα, ανοίγουν πέρασμα μέσ’ απ’ τα αγκάθια, νικάνε τα φαρμακερά φίδια, τη δίψα, την πείνα. Τα χέρια τους γδέρνονται, τα πρόσωπά τους ξεσχίζονται και την ψυχή τους τη ζώνει η απελπισία. Χιλιάδες και χιλιάδες σε μια απέραντη φάλαγγα που δεν έχει τέλος. Ένα ταξίδι που άρχισε πριν από πολύ καιρό και κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει, γιατί κάθε χρονιά, αμέτρητοι κολλήγοι πού χασαν τα χτηματάκια τους, διωγμένοι εργάτες, θύματα της ξηρασίας και των «συνταγματαρχαίων» [μεγαλοτσιφλικάδες], μαζεύουνε τα γεννήματά τους, τα παιδιά τους και τις τελευταίες τους δυνάμεις για τη μεγάλη έξοδο. Κι’ ενώ κατεβαίνουνε οι φάλαγγες προς το Ζουαζέιρο ή το Μόντες – Κλάρος, ανεβαίνουνε οι άλλοι που γυρίζουν πίσω απ’ το Σαν Πάολο.
Και τότε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πει κανείς ποιοι γεύονται την πιο μεγάλη συμφορά, εκείνοι που πάνε ή οι άλλοι που ξαναγυρίζουν στα χώματά τους. Η πείνα κι’ οι αρρώστιες σκορπάνε αμέτρητα πτώματα στο δρόμο που μένουν παρατημένα εκεί, λιπαίνοντας το χώμα της ερήμου για να γεννιούνται πιο ακμαίοι οι μαντακάρους, για να ορθώνονται πιο αιχμηρά τ’ αγκάθια που θα σκίζουνε τις σάρκες των φυγάδων. Πολυάριθμες οικογένειες ξεκινάνε για το ταξίδι και φτάνουνε στην Πιραπόρα ξεκληρισμένες απ’ τα μισά μέλη τους. Στις πόλεις, που βρίσκονται ολόγυρα στην Καατίγκα, θ’ ακούσει κανείς τις πιο απίστευτες ιστορίες, με τις πιο τρομαχτικές συμφορές – συμφορές που κανένα βιβλίο δεν μπορεί να περιγράψει. Ένα ταξίδι δίχως τέρμα, δίχως τελειωμό, που ξαναρχίζει πάντα απ’ την αρχή, από ανθρώπους που μοιάζουνε με τους προηγούμενους, όπως το νερό σ’ ένα ποτήρι μοιάζει με το νερό που βρίσκεται σ’ ένα άλλο. Είναι τα ίδια πρόσωπα με το απροσδιόριστο χρώμα. Τα ίδια γιγάντια πέλματα με τα απλωμένα δάχτυλα, τα ίδια τσακισμένα κορμιά, οι ίδιες γυναίκες με τα κουρασμένα πρόσωπα, όπου κάθε ίχνος ομορφιάς έχει σβήσει.
Εκεί γύρω στα χαμόδεντρα λούφαζαν οι κανγκαγκέιρος. Οι εκδικητές, οι αφέντες του σερτάο. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε ειρήνη, ούτε ανάπαυλα, δεν έχουν ούτε τσαρδί, ούτε σπίτι, ούτε μεταφορικά μέσα. Γι’ αυτούς σπίτι, τραπέζι, κρεββάτι, είναι η Καατίγκα. Τα αποσπάσματα που τους κυνηγάνε, δεν τολμάνε να προχωρήσουν εκεί που πυκνώνουν οι κάκτοι. Βαθειά στην Καατίγκα, ανάμεσα στα φίδια και τις σαύρες, ζούνε οι ληστές και κάποτε επιτίθενται στους χωρικούς που ανεβαίνουνε και κατεβαίνουνε στο αιώνιο ταξίδιτους.
Εκεί στην ξερή καρδιά της Καατίγκα τριγυρίζουν οι πιο φημισμένοι μπεάτος, αυτοί που σέρνουνε τα βήματα τους μαζί με τα τραγικά πλήθη, γεμίζοντας το σερτάο με παράξενες προσευχές, με προλήψεις, που εξαγγέλλουν με το προφητικό τους στόμα το τέλος του κόσμου και το τέλος των συμφορών του ανθρώπου».
Παράλληλα από το πρώτο πλάνο του μυθιστορήματος βρίσκονται οι πρωταγωνιστές των «από κάτω» και της φτωχολογιάς που ψάχνουν το δρόμο τους προς έναν καλύτερο κόσμο ή προς έστω πρόσκαιρη απελευθέρωση από την εκμετάλλευση. Άλλοι συμβιβάζονται και γλείφουν την εξουσία υποταγμένοι (όπως ο γιός ενός ράφτη), άλλοι ενώ φοράνε τη στολή της χωροφυλακής θαυμάζουν τους εξεγερμένους (ως παιδιά αγροτών), άλλοι πάνε με τους ληστές κανγκασέιρος και συγκρούονται με το κράτος φτάνοντας να κάνουν μέχρι αντιλαϊκές και εγκληματικές πράξεις, άλλοι ακολουθούν έναν πρωτόγονο μυστικιστικό χριστιανισμό που διακηρύττει το μίσος για τους πλούσιους καθώς η «κρίση πλησιάζει για τους αμαρτωλούς».
Γράφει ο Αμάντο για να περιγράψει το κίνημα των εξεγερμένων αναχωρητών:
«Στην αρχή ήταν λίγοι. Μα λίγο-λίγο στο πέρασμα του οι άνθρωποι φορούσαν τα σαντάλια τους και δενόντουσαν στα βήματα του. Θέλανε να ακούνε κείνα τα λόγια του για τις θηριωδίες των πλούσιων για τις κλεψιές και τους διωγμούς. Ο Μπεάτο δίδασκε κάθε βράδυ και πληθαίνανε σιγά-σιγά οι οπαδοί του. Κι απ τη μια άκρη ως την άλλη αυτής της απέραντης και πλούσιας χώρας, της χώρας με το αμέτρητο πλούτο και την απέραντη δυστυχία, πάνω στους δρόμους του πυρετού και της πείνας, απλώθηκε η φήμη του Μπεάτο Εστεβάο, κι από όλες τις γωνίες του σερτάο ξεκινούσαν τώρα οι δυστυχισμένοι για να τον συναντήσουν. Ληστές, μουζικάντηδες, άνθρωποι με βαριά συνείδηση από τα εγκλήματα, χωρικοί που τους διώξανε απ τη γη τους, νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά, χτικιάρηδες, λεπροί, τρελοί. Όλοι μέρα νύχτα, ζητούσανε τα χνάρια του «αγίου». Μονάχα εκείνος γιάτρευε μόνο εκείνος έδινε παρηγοριά στη ψυχή.»
Η φτωχολογιά της υπαίθρου χωρίς πυξίδα αλλά με το ένστικτο της αδικίας που βιώνει προσπαθεί να βρει το δρόμο της μέσα από τους δρόμους της πείνας. Προσπαθεί να κατανοήσει τι φταίει, γιατί βιώνει την κόλαση αυτή και τα παιδιά της, ποιοι νόμοι την κατατάσσουν σε αυτή την απάνθρωπη θέση. Ψάχνει να βρει έναν «άγιο» να μιλήσει τη φωνή των δουλευτάδων στα τσιφλίκια…
«Κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσος κόσμος ακριβώς ήταν δίπλα στον «άγιο». Ίσως διακόσιοι, ίσως καμιά τριακοσαριά, αν έβγαζε κανείς και τους άντρες του Λούκα. Άλλοι πάλι έπαιρναν όρκο πως αδύνατο να τανε περισσότεροι από εκατόν πενήντα, κι από αυτούς οι πιο πολλοί άρρωστοι και γυναικόπαιδα. Η αλήθεια είναι πως κλέβανε από όπου περνούσαν. Όσοι φυσικά είχαν λίγο κομπόδεμα μαζί τους, αγοράζανε τη τροφή τους όσο καιρό μπορούσανε. Μα όταν ξετιναζόντουσαν και τους έζωνε η πείνα, ορμούσανε μπουλούκι στις καντίνες των τσιφλικιών και τις λεηλατούσαν. Κλέβανε πουλερικά, κατσίκες, μεγάλα κομμάτια παστό και σακιά με φασόλια. Όπου και αν διαβαίνανε, η μανιόκα και οι γλυκοπατάτες ξεριζωνόντουσαν από τους αγρούς. Κλέβανε όμως όσο πιο λίγο μπορούσανε, ίσα-ίσα για να φάνε, γιατί ο Μπεάτο απαγόρευε να κουβαλήσουν μαζί τους αποθέματα. Ο Εστεβάο δεν το ονόμαζε κλοπή αυτό που γινόταν. Οι καρποί των δέντρων και της γης ήταν δώρα του θεού για τους φτωχούς έλεγε, κι όλοι είχαν δικαίωμα να τρυγήσουνε. Τους απαγόρευε να αγγίζουνε κανένα αντικείμενο ή κανένα πιατικό ή ρούχα ή λεφτά.»
***
Το ζήτημα της γης, που μέχρι και σήμερα ταλανίζει τον βραζιλιάνικο καπιταλισμό και τη φτωχή αγροτιά, είναι αυτό που κυριαρχεί στο έργο του Αμάντο. Ενώ στις πόλεις οι ταξικές ανισότητες και οι διακρίσεις είναι η κόλαση του προλεταριάτου. Η προλεταριοποίηση των ξεριζωμένων αγροτών είναι που φέρνουν την εκπόρνευση των γυναικών και την κουρελοποίηση των ανηλίκων σχηματίζοντας συμμορίες στα σοκάκια των πόλεων για να επιβιώσουν… Όλες οι αντιθέσεις που γεννά η καπιταλιστική βαρβαρότητα σε μια χώρα όπως η Βραζιλία περνάν μέσα από την στρατευμένη πένα του Αμάντο. Τον καιρό που έγραφε το έργο του ήταν κομμουνιστής καταφέρνοντας να αποδώσει τα βάσανα της φτωχολογιάς. Το 1951 πήρετοΔιεθνές Βραβείο Στάλιν για την Ενίσχυση της Ειρήνης μεταξύ των Λαών για το εργο του. Ανεξάρτητα από την μετέπειτα πολιτική του αποστασιοποίηση από το κίνημα δεν έπαψε να γράφει για τον βραζιλιάνικο λαό.
Τελειώνουμε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση με τις σκέψεις του Τζάο, ενός χωροφύλακα, παιδί αγροτών, που ο αδερφός του ήταν με τους ληστές απέναντι πριν τη μάχη του νόμου με τους παρανόμους: «Γιατί άραγε να πλάστηκαν οι ληστές; Τι διαφορά υπήρχε ανάμεσα σε εκείνους και τους χωροφύλακες; Καμία, μα έτσι ήτανε φτιαγμένος ετούτος ο παλιόκοσμος, γιομάτος ανεξήγητα πράγματα. Γιατί άλλοι να είναι πλούσιοι, με τσιφλίκια, με παλάτια, αυτοκίνητα και υπηρέτες κι άλλοι να μην έχουνε τίποτε άλλο από αρρώστιες;»
Γ. Σεραφίνος
* Τα αποσπάσματα είναι από την έκδοση Γκόνης (1976) σε μετάφραση του Κώστα Κοτζιά. Το βιβλίο κυκλοφορεί στην ίδια μετάφραση από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος (1988).