Το βιβλίο του Χ. Αμάντο Μπάχια, το λιμάνι όλων των αγίων (Βahia de todos os santos) γράφτηκε και κυκλοφόρησε στη Βραζιλία το 1946. Την ίδια χρονιά στην Ελλάδα ξεκινούσε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Στη χώρα μας μεταφράστηκε από τον Μέμο Παναγιωτόπουλο και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρδηττός τον σημαδιακό Ιούλη του 1965, εν μέσω διαδηλώσεων.
Ο Αμάντο σε αυτό το βιβλίο καταπιάνεται με τη ζωή των μαύρων της Βραζιλίας και με επίκεντρο την πόλη Μπάχια (Μπάια) προχωράει σε μια εκ βαθέων ανάλυση των φτωχομαχαλάδων που ζούσαν οι πρώην σκλάβοι, αναδεικνύοντας την ψυχολογία τους μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτό το βιβλίο του κομμουνιστή συγγραφέα είναι επαναστατικό από τη σκοπιά που κοιτά τη ζωή των μαύρων και πρωτόγνωρο ως προς τη θεματολογία του και την εποχή του.
Στο κέντρο της αφήγησης μπαίνει η ζωή των μαύρων σε όλη της την ευρύτητα και χωρίς ωραιοποιήσεις και ηθικολογίες. Ξετυλίγεται μυθιστορηματικά η υλική και πνευματική ανάπτυξη των μαύρων μέσα στον βραζιλιάνικο καπιταλισμό και τις αντιθέσεις που συνέθλιβαν τη μαύρη φτωχολογιά της Μπάιας.
Σε αυτή τη λογοτεχνική γροθιά στο στομάχι της «λευκής ανωτερότητας» και της μπουρζουάδικης βραζιλιάνικης ελίτ, ο Αμάντο μας δίνει ως αντιήρωα τον μαύρο πυγμάχο Αντόνιο Μπαλντουίνο. Ένα χαμίνι της πόλης, ένα αλητάκι, που μέσα από τις σκέψεις του και τις συμπεριφορές του, μας οδηγεί στον άγνωστο κόσμο των μαύρων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ήδη στα 8 του χρόνια γίνεται αρχηγός μιας παιδικής συμμορίας στον Λόφο του Νεγρομουνούχι, ορφανάκι γυρνούσε και αλήτευε, και την εκπαίδευσή του την πήρε στους δρόμους. Η αμορφωσιά και ο σκοταδισμός ήταν η μόνιμη θάλασσα που κολυμπούσαν οι μαύροι. Η γριά Λουίζα, η θεία του Μπαλντουίνο, πάθαινε κρίσεις και πονοκεφάλους και ο μόνος που μπορούσε να εξευμενίσει τα «πνεύματα» που είχε στο κεφάλι της ήταν ο επιβλητικός μάγος Ζουμπιάμπα, που σέβονταν όλοι οι μαύροι ως σοφό αρχηγό όλων των καντονιών της πόλης.
Αυτός ο άνθρωπος έδινε λύσεις σε όλα τα προβλήματα των μαύρων και είχε κυρίαρχο ρόλο στην κοινωνική ζωή.
«Ο Αντόνιο Μπαλντουίνο δεν ήξερε καλά-καλά τι να σκεφτεί για τον Ζουμπιάμπα. Τον σεβόταν, μα ο σεβασμός του ετούτος είχε ένα χρώμα αλλιώτικο από τον σεβασμό που ‘χε στον πάτερ Σιλβίνο, στη θεία του τη Λουίζα, στο Λουρέντσο τον μπακάλη, στον Ζε τον γαρίδα και τις θρυλικές μορφές του Λάμπιον (θρυλικοί ληστές της ΒΑ Βραζιλίας) και του Έντι Πόλο. Ο Ζουμπιάμπα κυκλοφορούσε με ένα τρόπο αδέξιο στα στενοσόκακα του λόφου, οι άνθρωποι τον άκουγαν με σεβασμό, ο κόσμος όλος τον χαιρέταγε και κάθε τόσο και κούρσες πολυτελέστατες σταμάταγαν στην πόρτα του μπροστά. Μια μέρα μια πιτσιρίκα είχε πει στον Μπαλντουίνο πως ο Ζουμπιάμπα μεταμορφωνόταν σε λυκάνθρωπο. Κάποιος άλλος βεβαίωνε πως ο μάγος κράταγε φυλακισμένο τον διάολο σε ένα μπουκάλι. Κάτι νυχτιές, από το σπίτι του Ζουμπιάμπα βγαίνανε αχοί παράξενοι, παράξενης μουσικής. Ταμ- ταμ, ρυθμοί χορευτικοί, φωνές αλλιώτικες μυστηριακές».
Ο μάγος ήταν οι ρίζες. Ήταν το νήμα που συνέδεε τη μαύρη φτωχολογιά που βρέθηκε σε κείνα τα μέρη με τη βία και τα σκλαβοπάζαρα. Ήταν η Αφρική και όλες οι δοξολογίες, οι μύθοι, τα τραγούδια και, κυρίως, η μαύρη μαγεία, που έδινε «λύσεις» σε όλα τα προβλήματα. Λειτουργούσε ως ασπίδα και ελπίδα των βασανισμένων και καταπιεσμένων μαύρων στην αφιλόξενη βραζιλιάνικη γη. Επέστρεφαν σε αυτήν και τον λειτουργό της τον μάγο Ζουμπιάμπα ως αποκούμπι σε έναν άδικο κόσμο καταπίεσης των μαύρων.
Μέσω του Μπαλντουίνο, που μεγαλώνει μέσα στους δρόμους, ο Αμάντο καταφέρνει να δείξει τις εσωτερικές συγκρούσεις και αντιθέσεις στη μαύρη κοινωνία, μένοντας επίμονα σε αυτήν σαν απομονωμένος και αποκομμένος ερημίτης. Την κοιτά στη βάση και το εποικοδόμημα έχοντας ως κέντρο τους μαύρους πολίτες δεύτερης κατηγορίας και κοινωνικού περιθωρίου.
Φτώχια, αγραμματοσύνη, ταξικά ένστικτα, υποταγή στη μοίρα, επαιτεία, αλήτεμα, μικροκλοπές, αλκοολισμός και εξαρτήσεις, συνεχής βία στις γυναίκες όλων των ηλικιών, εκπόρνευση ανηλίκων αγοριών και γυναικών, ανύπαρκτη κοινωνική και ασφαλιστική κάλυψη, ανύπαρκτη ιατρική περίθαλψη, ασιτία και αστεγία, υποταγή στα κυκλώματα νταβατζήδων και λοιπών αρπαχτικών της «μαύρης» οικονομίας, μαχαιρώματα και βία. Αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται στις μαύρες κοινότητες των ξεριζωμένων ανθρώπων από την Αφρική.
Και σε όλα αυτά εμφανίζεται με πρωτόλεια μορφή το κοινωνικό δίλημμα. Τι είναι σωστό και τι λάθος; Τι είναι δίκιο και τι άδικο; Οι πρωταγωνιστές αναμετριούνται με κάθε τι, η υποταγή στη μοίρα και το πνεύμα της ενστικτώδικης εξέγερσης ενάντια στο άδικο παρουσιάζονται σε όλο το έργο με τις σκέψεις του Μπαλντουίνο και των φίλων του να διαπερνούν κάθε του σελίδα. Θετικός και αρνητικός ήρωας παράλληλα και με συνείδηση υπό διαμόρφωση. Όπως είπαμε και παραπάνω, ο Αμάντο δεν θέλει να ωραιοποιήσει. Δείχνει το μαύρο λούμπεν προλεταριάτο –αλλά και την εργατική τάξη– σε δρόμους παράλληλους, ως αυτό που ήταν. Χωρίς να έχει μια επαναστατική πρωτοπορία δίπλα του, που να μπορεί να καθοδηγεί την κοινωνική ζωή προτάσσοντας την κοινωνική δικαιοσύνη, ο μαύρος καταπιεσμένος ακούει στην καλύτερη τα σοφά και δίκαια λόγια του Μάγου και με αυτά πορεύεται ως οδηγό. Ο Μπαλντουίνο αδικεί και τον αδικούν στον αγώνα του για επιβίωση. Προσπαθεί να είναι δίκαιος και να μάθει τις ρίζες του αλλά και πως προχωρά αυτή η κοινωνία. Ποιοι νόμοι κινούν τα νήματα…
Καθώς μεγαλώνει, μπαίνει στα ρινγκ για στοιχήματα, πίνει, αλητεύει, προσπαθεί να «πιάσει την καλή», γράφει «σάμπες», μιλάει παράλληλα τη γλώσσα της μπέσας, που λένε στα Βαλκάνια, δεν είναι σαν τους άλλους, έχει δικές του αξίες, που συγκρούονται με την αδικία και προσπαθεί να βγει στο φως. Κι ο Αμάντο προσπαθεί να αναδείξει τη συνείδηση που γεννιέται, να τη φωτίσει για να κατανοηθεί ο δρόμος που διανύεται από τον μαύρο καταπιεσμένο της Μπάιας… Κεντρικό όπλο άμυνας των καταπιεσμένων και του περιθωρίου, της νέας γενιάς σκλάβων που δημιουργούν κοινότητες είναι η φιλία που αναπτύσσεται στους ανθρώπους του δρόμου και της πιάτσας. Είναι ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό που το συναντάμε σε όλο το έργο του Αμάντο.
«Άθλια η ζωή που κάναν στου Νεγρομουνούχι το βουναλάκι. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι εργάζονταν σκληρά, στο λιμάνι άλλοι, φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας τα καράβια, κουβαλώντας τα τσουβάλια, άλλοι στα μακρινά εργοστάσια ή σε ψιλοδουλειές δίχως μεγάλο κέρδος: τσαγκάρηδες, μπαρμπέρηδες, ραφτάδες. Οι νέγρες πουλάγανε γλυκά και ρύζι, μουγκούνσα, σαραπατέλι, ακαράζε, στους στριφογυριστούς δρόμους της πολιτείας, ή ξενοπλένανε, ή ήτανε μαγείρισσες στους πλούσιους στα καθωσπρέπει προάστια. Και τα παιδιά τα πιο πολλά δουλεύανε και αυτά. Ήταν λούστροι, βαστάζοι, εφημεριδοπώλες. Κάποια από αυτά παγαίνανε στα ωραία σπίτια, όπου τα μεγαλώνανε πλούσιες φαμίλιες. Και τα άλλα σκόρπιζαν στις πλαγιές του λόφου με παιχνίδια, με τρεχάλες και με μάχες. Αυτά ήταν τα πιο μικρά. Ξέρανε από πολύ νωρίς ποια θα είναι η μοίρα τους: να μεγαλώσουν, να πάνε στο λιμάνι όπου θα καμπούριαζε το κορμί τους κάτω από τα βαριά τσουβάλια του κακάο ή θα πηγαίνανε να βγάλουν το ψωμί τους στα πελώρια εργοστάσια. Δεν επαναστατούσαν καθόλου, γιατί τα πράγματα ήταν έτσι από πολύ παλιά. Τα παιδιά των ωραίων δρόμων, των δεντροφυτεμένων, θα γινόντουσαν γιατροί, μηχανικοί, έμποροι, πλούσιοι, και τούτοι εδώ θα γίνονταν οι σκλάβοι αυτών των ανθρώπων. Γι’ αυτό υπήρχε ένας λόφος με τους κατοίκους του. Αυτά είχε μάθει από νωρίς ο μικρός νέγρος Αντόνιο Μπαλντουίνο βλέποντας το παράδειγμα των μεγαλυτέρων του. Όπως στων πλουσίων τα σπίτια έβρισκες μια παράδοση που ανέβαινε στον θείο, στον πατέρα ή στον παππού, μηχανικό διάσημο, ρήτορα που χαλούσε τον κόσμο, πολιτικό, το ίδιο και στη γειτονιά του λόφου με τους νέγρους της και τους μιγάδες έβρισκες την παράδοση της σκλαβιάς κάτω από το λευκό και πλούσιο αφεντικό. Αυτή ήταν η μοναδική παράδοση η δική τους. Η άλλη, η παράδοση της ελευθερίας στα μεγάλα δάση της Αφρικής, ήταν πια ξεχασμένη, ή το πολύ να την θυμούνταν πολύ λίγοι, και κείνοι σκοτωμένοι ή και κυνηγημένοι. Στον λόφο μονάχα ο Ζουμπιάμπα την κρατούσε. Σπάνιοι στον λόφο οι ελεύθεροι άνθρωποι: ο Ζουμπιάμπα και ο Ζε ο γαρίδας. Μα και τους δύο τους κυνηγούσαν, τον έναν σαν μάγο, τον άλλο σαν αλήτη».
Το παραπάνω απόσπασμα, γραμμένο για τις συνθήκες της μαύρης εργατικής τάξης, είναι που ο Μπαλντουίνο προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει, επιλέγοντας δρόμους έξω από τη μισθωτή εργασία και τη σκλαβιά της.
Και το πιο συγκλονιστικό σε αυτό το κοινωνικό μυθιστόρημα είναι οι ιστορίες που παραθέτει ο Αμάντο από τις διηγήσεις των γέρων μαύρων στους μικρούς, που δεν γνώρισαν τον καιρό που βγάζανε τους προγόνους από τα καράβια αλυσοδεμένους. Ιστορίες των μαύρων της Μπάιας…
«Είναι λοιπόν ένας λευκός αφεντικός που ‘χε μια φυτεία. Αυτά γινόταν τον καιρό που οι νέγροι ήταν δούλοι. Είχε τη φυτεία εδώ ακριβώς που κατοικούμε τώρα εμείς. Ξέρετε τάχα γιατί ο λόφος τούτος λέγεται Νεγρομουνούχι; Α δεν το ξέρετε… Ε λοιπόν ακούστε. Ήθελε οι νέγροι του να κάνουν παιδιά με τις νέγρες του για να ‘χει πιο πολλούς δούλους. Και τον νέγρο που δεν έκανε παιδιά τον μουνούχιζε. Έκανε πολλούς ευνούχους έτσι… Κακός λευκός».
«Εκείνο τον δρόμο τον λένε Ζούμπι της Φοινικιάς, έτσι δεν είναι; Ξέρεις ποιος ήταν ο Ζούμπι;
Ήταν ένας νέγρος δούλος. Ο νέγρος δούλος έκανε σκληρή ζωή. Τον Ζούμπι τον χτυπούσαν κι αυτόν. Μα πέρα στη μακρινή χώρα που είχε γεννηθεί δεν τον χτυπούσαν. Γιατί εκεί κάτω ο νέγρος δεν ήταν δούλος. Ο νέγρος ήταν λεύτερος, ο νέγρος πέρναγε τον καιρό του μες στα πυκνά τα δάση να χορεύει. Ήρθανε κάτω κει οι λευκοί και τους έβρισκαν, τους λέγανε ένα σωρό παραμύθια. Ο νέγρος ήταν ζώο, δεν είχε δει ποτέ λευκό άνθρωπο. Ο λευκός άνθρωπος δεν είχε ίχνος ανθρωπιάς στο μάτι. Ήθελε μονάχα λεφτά κι έπαιρνε τους νέγρους και τους έκανε σκλάβους, δούλους. Τους παίρνανε κοπανώντας τους με ρόπαλα. Το ίδιο έγινε και με τον Ζούμπι. Εκείνος όμως ήταν ψυχωμένος κι ήξερε και περισσότερα από τους άλλους. Κάποια ωραία μέρα το ‘σκασε μαζί με άλλους νέγρους και ξανάγινε λεύτερος, όπως ήταν στον τόπο του. Τότε τον ακολούθησαν σωρός οι νέγροι. Φτιάξανε μια μεγάλη νεγροπολιτεία. Οι λευκοί στείλανε στρατιώτες για να τους σκοτώσουν. Μα οι στρατιώτες φάγανε μπαταριές γερές. Κι ύστερα ήρθανε κι άλλοι στρατιώτες. Οι νέγροι εξακολουθούσαν να κρατάνε γερά…Δεν θέλανε να ξαναγίνουν πάλι σκλάβοι, και μόλις είδαν πως ήταν πια χαμένοι, κι ο Ζούμπι, για να μην ξαναφάει πια ποτέ το μαστίγιο του λευκού ανθρώπου, ρίχτηκε από την κορφή του λόφου κάτω. Κι οι νέγροι όλοι πήδηξαν το κατόπι του… ο Ζούμπι ήταν ένας νέγρος καλός και αντρειωμένος».
Και μια ιστορία ακόμα που κόβει την ανάσα για τη ζωή των μαύρων στις βραζιλιάνικες φυτείες, που λέει ο μάγος Ζουμπιάμπα: «Δεν ήταν παρά μια χούφτα νέγροι… μόλις τους είχανε ξεμπαρκάρει και δεν ξέρανε ακόμα μήτε και τη γλώσσα του λευκού αφέντη… Παλιά, πολύ παλιά. Ο σενιόρ Λεάλ δεν είχε επιστάτη. Είχε όμως ένα ζευγάρι γορίλες, πελώριους μαύρους πίθηκους, δεμένους με μια χοντρή αλυσίδα. Ο αφέντης τα έλεγε Κοκέτη το αρσενικό και το θηλυκό Κοκέτα. Το αρσενικό είχε στην αλυσίδα του δεμένο ένα ρόπαλο κι ένα μαστίγιο στο χέρι… Αυτός ήταν ο επιστάτης. Η θηλυκιά, η Κοκέτα, σκότωνε κοτόπουλα, γύριζε από σπίτι σε σπίτι. Ο πίθηκος έβγαζε τους εργάτες στα χωράφια και καθότανε πάνω στο ρόπαλο του. Δεν δούλευε κάποιος νέγρος; Ο γορίλας τον χτυπούσε. Πολλές φορές χτυπούσε και δίχως αιτία. Χτυπούσε τον νέγρο με το μαστίγιο μέχρι που τον σκότωνε. Του σενιόρ Λεάλ του άρεσε να απολάει Κοκέτη πάνω στις νέγρες. Ο Κοκέτης τις σκότωνε για να τις φιλήσει κατόπι… Μια μέρα το αφεντικό ξαπόλυσε τον Κοκέτη σε μια νέγρα νεαρή, παντρεμένη με έναν νέγρο. Είχε επισκέψεις ο σενιόρ Λεάλ… Ο Κοκέτης ρίχτηκε πάνω στην νέγρα και ο νέγρος στον Κοκέτη. Ο σενιόρ Λεάλ έβγαλε το περίστροφο και τράβηξε πάνω στον νέγρο, που είχε δώσει κιόλας δύο μαχαιριές στον πίθηκο. Η νέγρα πέθανε και κείνη. Στον τόπο δεν απόμεινε παρά μια λιμνούλα αίμα μονάχα. Τη νύχτα όμως ένας αδερφός του νέγρου σκότωσε τον σενιόρ Λεάλ. Ο αδερφός του νέγρου… τον γνώρισα. Αυτός μου διηγήθηκε την ιστορία…».
Αυτές οι ιστορίες, που λέγονταν από στόμα σε στόμα στους φτωχομαχαλάδες κρατούσαν ζωντανή την ιστορία της εξέγερσης και ανταρσίας των μαύρων και αυτές διαμόρφωναν τον Μπαλντουίνο υποσυνείδητα ως μία ηχώ που ερχόταν από τους προγόνους…
Και στο μυαλό του δεν μπορούσαν να συνδυαστούν όλα τα παραπάνω με την άνοδο του μαύρου εργατικού κινήματος στο λιμάνι και τις μαχητικές τους διεκδικήσεις. Τα κοιτούσε ως εξωτερικός παρατηρητής όταν χωνόταν μέσα στις μάζες των απεργών ως χαμίνι… «Με την τραγιάσκα του στραβά, τη γόπα στα χείλια, το παντελόνι του το μαύρο το ολοξέσκιστο και καταλεκιασμένο, ένα πελώριο σακάκι, κληρονομιά από κάποιον γίγαντα, πολύ-πολύ μεγάλο για το δικό του κορμί»…
Το εργατικό κίνημα αναπτυσσόταν και ο Αμάντο ανάμεσα στις ιστορίες του περιθωρίου και των χαμινιών με τα μαχαίρια, τα στιλέτα και τις φαλτσέτες κάτω από τα ζωνάρια τους εμφανίζει μικρά κινηματογραφικά καρέ: «Οι μαύροι του λιμανιού σταμάτησαν πάλι τη δουλειά τους. Η νύχτα τούτη τη φορά ήταν χωρίς άστρα και χωρίς φεγγάρι. Κάποιος τότε πήδηξε σε ένα κασόνι και έβγαλε λόγο. Όταν φτάσανε ο Αντόνιο Μπαλντουίνο και η παρέα, ο άνθρωπος είχε φτάσει πια στα ζήτω. Ο Αντόνιο Μπαλντουίνο κι οι φίλοι του φωνάζανε και αυτοί όλοι μαζί ζήτω. Δεν ήξερε τι ακριβώς ζητωκραύγαζε, του άρεσαν όμως οι ζητωκραυγές. Ο άντρας που φαινότανε σπανιόλος, ήτανε όρθιος πάνω στο κασόνι. Πέταξε ένα μάτσο χαρτιά. Μα πάνω στη στιγμή ακριβώς κάποιος φώναξε: οι μπάτσοι. Οι χωροφύλακες άρπαξαν τον ομιλητή. Εκείνος μίλαγε τότε για τη μιζέρια του λαού κι υποσχότανε μια πατρίδα καινούργια, όπου ο κόσμος όλος θα είχε δουλειά και ψωμί. Γι’ αυτό τον πιάνανε, γι’ αυτό μονάχα. Ο κόσμος φώναζε: όχι, όχι με ποιο δικαίωμα; Δεν μπορείτε…
Ο Αντόνιο Μπαλντουίνο φώναζε κι αυτός, όχι, όχι, κι αυτό μάλιστα ήταν που του άρεσε πιο πολύ σε αυτήν την ιστορία. Στο τέλος τον πήραν τον κοντό ανθρωπάκο, μα εκείνοι που έμειναν μάζεψαν από κάτω τα χαρτιά και τα κυκλοφορήσανε χέρι το χέρι. Γροθιές υψώθηκαν κατά κείθε που έφευγαν οι χωροφύλακες. Ένα δάσος μπράτσα μαύρα και γερά δίνανε τον όρκο πως θα σπάζανε τις αλυσίδες».
Περιηγήθηκε στη θάλασσα, στις φυτείες στα καπνά, δούλεψε σε τσίρκο και παντού συναντούσε μπροστά του το αφεντικό, είτε ξένο είτε ντόπιο, να εκμεταλλεύεται τους μαύρους. «Οι φτωχοί γεννήθηκαν για να υποφέρουν, είναι άλλοι που γεννήθηκαν για να είναι ευτυχισμένοι, οι πλούσιοι. Κι άλλοι που βγήκαν στη ζωή για βάσανα, οι φτωχοί. Έτσι έχουν τα πράματα από τότε που είναι ο κόσμος». Αυτά ψιθύριζαν οι μαύροι λαθρεπιβάτες των τρένων που γνώρισε ο Μπαλντουίνο. Την ίδια ώρα που στο ξενοδοχείο της λευκής μπουρζουαζίας κάποιοι περνούν καλά: «Στο ξενοδοχείο της Καχοέιρα, που είναι άνετο και πολύ λουξ μάλιστα, οι νεαροί γερμανοί πίνουν ουίσκι και τρώνε φαγιά που φτιάχνονται ειδικά γι’ αυτούς. Γυναίκες έχουν έρθει από την Μπαχία για να κοιμούνται με αυτούς τους ξανθούς παλικαράδες, τους γιούς των ανθρώπων που ‘χουνε δικά τους τα εργοστάσια από όπου βγαίνανε λιγάκι πριν οι εργάτριες. Πίνοντας αδιάκοπα συζητάνε και λένε για τη Γερμανία που θα τη σώσει ο χιτλερισμός και για τον ερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο που θα τον κερδίσουν. Σε λίγο, όταν πια το πιοτό θα τους έχει βαρέσει στο κεφάλι, θ’ αρχίσουν να τραγουδάνε ύμνους πολεμικούς.»
Το βιβλίο τελειώνει αλλά η ταξική πάλη όχι. Για άλλη μια φορά ο Αμάντο κινείται κινηματογραφικά όπως στο σύνολο του έργου του. Ο ήρωας του γίνεται εργάτης στο λιμάνι και παρακολουθεί, αλλά πλέον ως σύντροφος, τη συγκλονιστική απεργία της μαύρης και της λευκής εργατικής τάξης στο λιμάνι. Ο Μπαλντουίνο πλέον δεν είναι ο μοναχικός ήρωας αλλά η εργατική μάζα των απεργών κι αυτός μέρος μιας τεράστιας γροθιάς που χτυπιέται με τον μηχανισμό της εργοδοσίας. Ανυπότακτος απέναντι στους μπάτσους και τους απεργοσπάστες αλλά στρατιωτικά πειθαρχημένος στην προλεταριακή πρωτοπορία και το νέο όραμα που πλέον γίνεται κοινωνός… «κι είναι γι’ αυτόν σα να γεννήθηκε για δεύτερη φορά».
Ο Μπαλντουίνο νικητής απεργός μας χαιρετά με τη σφιγμένη γροθιά και ο Αμάντο του ψιθυρίζει λίγα λόγια, που εκφράσανε για δεκαετίες μέχρι και σήμερα το μαύρο προλεταριάτο της Βραζιλίας: «Ο πατέρας μου ήταν δούλος, δούλος ήμουνα και εγώ, δεν θέλω όμως να είναι και τα παιδιά μου δούλοι»…
Γ. Σεραφίνος
Διαβάστε ακόμα:
Χ. Αμάντο: Οι δρόμοι της πείνας (βιβλιοπαρουσίαση)