Το «Κακάο» είναι το πρώτο έργο του Jorge Amado που εκδόθηκε όταν ο συγγραφέας ήταν σε ηλικία 21 χρόνων. Η σειρά δημοσιεύσεων που κάναμε πάνω στα έργα του Amado είναι λίγο ανάποδη όσον αφορά τη διαλεχτική τους.
Το «Κακάο» γράφτηκε με εικόνες από την αποτύπωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929 στη βραζιλιάνικη οικονομία. Κύριο κάδρο είναι το ζήτημα της γης και οι αντιθέσεις τσιφλικάδων (κορονέλ) – εργατών γης στα τσιφλίκια των πρώτων. Περιγράφεται χωρίς φλύαρες λογοτεχνικές κατεβατούρες η σκληρή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου αλλά και των εργατών στις φάμπρικες. Στο «Κακάο» βρίσκει κανείς σε πρωτόλειο βαθμό όλα όσα καταπιάνεται στη συνέχεια του λογοτεχνικού του έργου. Με κεντρικό θέμα τη ζωή στις φυτείες και την ταξική εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων της πατρίδας του από τους μεγαλογαιοκτήμονες.
Μέσα από τη φωνή των εργατών που κοιμούνται στις φυτείες ξεδιπλώνονται οι αντιλήψεις που διαπερνούν τους εργάτες πάνω στα ζητήματα που γεννά η ζωή. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός και η επαναστατική πρωτοπορία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν έχει διεισδύσει στις γραμμές των εργατών και της φτωχολογιάς. Αυτό είναι εμφανές στο «Κακάο». Όμως αχνοφαίνεται η ανάγκη της οργάνωσης, της αλλαγής και του ενστικτώδικου ταξικού μίσους που ακόμα δεν έχει ωριμάσει για να γίνει μετρήσιμος παράγοντας στην πάλη των τάξεων.
Ο Ζοζέ Κορντέιρο είναι αυτός που διηγείται τη σκληρή ζωή στις φυτείες. Ο ίδιος είχε δουλέψει σε εργοστάσιο, πριν πάει στις φυτείες του «χρυσού καρπού».
Γράφει λοιπόν για τη φάμπρικα υφαντουργίας του Σαν Κριστόμπαλ και το γυναικείο προλεταριάτο το εξής περίεργο για τα μέρη μας, που η γέννηση ενός κοριτσιού στους φτωχομαχαλάδες την ίδια εποχή δεν ήταν και χαρμόσυνο γεγονός…
«Το εργοστάσιο ήταν ένα κτίριο λευκό που έσφυζε από θόρυβο και ζωή. Εφτακόσιοι εργάτες δούλευαν εκεί, από τους οποίους οι πεντακόσιες ήταν γυναίκες. Οι άντρες ξενιτεύονταν κι έλεγαν ότι ήταν για τις γυναίκες η δουλειά στο υφαντήριο. Οι πιο φτωχοί έμεναν και παντρεύονταν κι έκαναν ένα τσούρμο κορίτσια, που έπαιρναν τη θέση των μητέρων και των γιαγιάδων τους, όταν αυτές δεν μπορούσαν πια να δουλέψουν. Η γέννηση ενός κοριτσιού ήταν είδηση χαρμόσυνη. Ήταν δυο χέρια παραπάνω για τη δουλειά. Ένας γιος αντίθετα ήταν σκέτη καταστροφή. Ο γιος ήξερε μονάχα να τρώει κι άμα μεγάλωνε έφευγε για τις φυτείες του καφέ στο Σάο Πάολο ή στις φυτείες του κακάο στο Ιλέους, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό απίστευτη αχαριστία.»
Μέσα στις σελίδες του «Κακάο», ο 21χρονος Amado φωτογραφίζει και δίνει εικόνα των κινούμενων προλεταριακών μαζών προς τις φυτείες. Παράλληλα, δίνει αριστοτεχνικά λιτά τις συνθήκες ζωής των εργατών που δεν μπορούν να πουλήσουν τα χέρια τους… Άνεργοι, άστεγοι, πεινασμένοι, επαίτες, πόρνες. Οι τελευταίες διαπερνούν όλο το έργο του Amado που δείχνει τον τρόπο που λειτουργεί η εκπόρνευση των γυναικών της εργατικής τάξης που περισσεύουν… Οι γιοι των τσιφλικάδων έκαναν στα κορίτσια των φτωχών εργατών ό,τι επιθυμούσαν. Η γη και όλοι οι άνθρωποι πάνω σε αυτή ήταν η ιδιοκτησία τους.
Μαύροι, μιγάδες, λευκοί δεν ήταν παρά ένα μάτσο αγροίκοι χωρίς τρόπους που κοίταζαν να τεμπελιάσουν και να κλέψουν τον τσιφλικά. Αυτή ήταν η καθημερινή ρητορική που διαπερνούσε τα τσιφλίκια και δικαιολογούσε τα πάντα. Διαρκής υποτίμηση και κάθε είδους καθυπόταξη των εργατών γης, αυτή ήταν η τακτική των αφεντικών. Από την άλλη αναλφαβητισμός, δεισιδαιμονίες, αλκοόλ και αυταπάτες στις γραμμές των «από κάτω».
Μέσα σε αυτό το βαρύ τοπίο εκμετάλλευσης ο Ονόριο, ένας εργάτης στις φυτείες, έλεγε σπάζοντας τη μοιρολατρεία: «Κάποια μέρα θα πάω να σκοτώσω όλους αυτούς τους κορονέλ και θα μοιραστούμε μεταξύ μας την περιουσία τους». Όλο το έργο του Amado είναι διαποτισμένο με τις επιρροές που ασκούσαν οι Κανγκασέιρος στη βραζιλιάνικη ύπαιθρο.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει –και γι’ αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον– στον τρόπο ζωής (εκπαίδευση, διατροφή, διασκέδαση κλπ) των ταξικών αντιπάλων. Ενδεικτική είναι και η περιφρόνηση για όσους θέλουν να γίνουν αφεντικά, για όσους τρέφουν αυταπάτες εύκολου πλουτισμού, για όσους είναι υποτακτικοί και «γενναιόδωροι» με τα αφεντικά. Γράφει για τον Αλγκεμίρο, έναν γεωργό:
«Ο Αλγκεμίρο χόρευε κι αυτός. Χόρευε και έπινε μπύρα χωρίς σταματημό, το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Του άρεσε να πηγαίνει σε τέτοιες γιορτές των πλουσίων και επειδή του φέρνονταν καλά καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. Ήταν όπως κι εμείς γεωργός και δεν ήξερε να διαβάζει. Δούλευε 14 χρόνια στην υπηρεσία του Μανέ Φραζέλο. Μετά αγόρασε ένα χωράφι για 30 κόντος. Ο κορονέλ του είχε δανείσει λεφτά με τη συμφωνία να του δίνει ένα μέρος από τη συγκομιδή του. Η μεγάλη του φιλοδοξία ήταν να πλουτίσει. Εμείς μισούσαμε τον κορονέλ και περιφρονούσαμε τον Αλγκεμίρο. Νιώθαμε πως δεν ήταν δικός μας. Εγώ που καταγόμουν από πλούσια οικογένεια, ήμουν πιο κοντά στους γεωργούς απ’ ότι εκείνος που καταγόταν από γενεές γενεών σκλάβων. Ήταν μουλάτος, είχε μαλλιά καστανά και σγουρά, φορούσε ένα κασμιρένιο μπλε κοστούμι κι ήταν όλο υποκλίσεις και χαμόγελα. Γελούσε καταγοητευμένος από τη συζήτησή του με αυτούς τους αριστοκράτες. Γελούσαμε κι εμείς από μακριά με περιφρόνηση.»
Στις φυτείες κακάο στα νότια της Μπαχία λειτουργούν οι εμπρεϊτέιρος, μικρές εργολαβίες. Οι τσιφλικάδες και οι εμπρεϊτέιρος υπέγραφαν την εμπρεϊτάντα, ένα είδος συμβολαίου που συντάσσεται για τη συγκομιδή ενός χωραφιού κακάο και τέτοια συμβόλαια κάνουν κυρίως οι εργάτες που έχουν γυναίκα και παιδιά. Οι τελευταίοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μαζέψουν τη συγκομιδή ενός χωραφιού και μπορούν να νοικιάσουν εργάτες ως μικροαφεντικά. Οι νοικιασμένοι εργάτες ήταν η πλειοψηφία στις φυτείες.
Στο βιβλίο περιγράφεται όλη η διαδικασία μαζέματος και επεξεργασίας του κακάο. Μιλάμε για σκληρή δουλειά που εξουθένωνε τους εργάτες. Ένα έργο του 1933 που πιο πολύ αγγίζει το κοινωνικό ρεπορτάζ παρά τη λογοτεχνία. Η πλοκή του «Κακάο» δεν είναι η κύρια δύναμή του αλλά η απόδοση των ταξικών αντιθέσεων είναι αυτή που το αναδεικνύει και το τοποθετεί δίπλα στα επόμενα ώριμα έργα του μυθιστοριογράφου που έγραψε για τη φτωχολογιά της Βραζιλίας. Ο νεαρός Amado ανέδειξε τους εργάτες που «δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί» ως μόνιμους πρωταγωνιστές του μετέπειτα έργου του και έδειξε από μικρή ηλικία ότι η πένα του μπήκε στην υπηρεσία του λαού του.
Γ. Σεραφίνος
* Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνης το 1992, σε μετάφραση από τα ισπανικά της Ελένης Κεκροπούλου.