Μέσα στις συνθήκες πανδημίας και της αστικής εγκληματικής διαχείρισης αυτής, που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο, ο χώρος της εκπαίδευσης ήταν ένας από τους πολλούς εργασιακούς κλάδους που κλήθηκε εξαρχής να λειτουργήσει σε συνθήκες τηλεργασίας.
Οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση που βρίσκονται σε καθεστώς τηλεργασίας, πέραν όλων των άλλων, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με τους εργαζόμενους σε όλους τους κλάδους που κλήθηκαν να ανταπεξέλθουν σε αυτό το καθεστώς. Συνάδελφοι/ισσες που πασχίζουν για να πληρώνουν τα νοίκια, να συντηρούν και να διατηρούν τα σπίτια τους, αναγκάζονται τώρα να τα μετατρέψουν σε χώρο εργασίας. Τα σπίτια αυτά, μιας και μιλάμε για μισθωτούς εργαζόμενους, περιορίζονται σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, χωρίς να περισσεύουν τα δωμάτια που θα μετατραπούν σε… κάτεργα μισθωτής εργασίας!
Βιώνοντας οι ίδιοι αυτή την κατάσταση, αλλά και μιλώντας με συναδέλφισσες/ους βρισκόμαστε όλοι και όλες στριμωγμένοι σε κάποια γωνιά ενός δωματίου, παρακαλώντας τους υπόλοιπους (βλ. παιδιά) που συμβιώνουν μαζί μας να κάνουν λίγη ησυχία, να αλλάξουν την καθημερινότητά τους, για να «βγει» η δουλειά… Η ένταση και ο χρόνος της εργασίας το διάστημα αυτό αυξήθηκαν κατακόρυφα. Στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στη νέα συνθήκη της ψηφιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση εργάστηκαν πολύ παραπάνω από το κανονικό, χωρίς προφανώς να πληρωθούν υπερωρίες. Τα όρια μεταξύ προσωπικής ζωής και εργασίας έγιναν δυσδιάκριτα, αφού ειδικά στην ιδιωτική εκπαίδευση, οι εργοδότες ξεσάλωσαν. Απαιτούσαν, σε χρόνους πέραν του ωραρίου, την άμεση ανταπόκριση σε email και μηνύματα αλλά και την παρουσία μας σε τηλεδιασκέψεις και ενημερώσεις γονέων.
Ένα άλλο πρόβλημα στην τηλεκπαίδευση και γενικά στην τηλεργασία βρίσκεται στην παροχή των εργαλείων της δουλειάς. Σίγουρα για να «γυρίσει» η δουλειά σε συνθήκες τηλεργασίας χρειάζονται, θέλοντας και μη, κάποια βασικά εργαλεία. Αρχικά, υπολογιστή και μια καλή σύνδεση internet. Συγκεκριμένα, από την πλευρά των εργαζομένων στην εκπαίδευση θα χρειαστούν μια κάμερα, ένα μικρόφωνο, μια γραφίδα, ένας εκτυπωτής/ scanner. Και εδώ αυτονόητα μπαίνουν τα εξής ερωτήματα: Ποιος πλασάρει ότι παρέχει τηλεργασία; Ποιος τελικά πληρώνει όλα τα παραπάνω για να παρέχεται η τηλεργασία;
Δεκάδες εργασιακά κάτεργα κάθε είδους, στην περίοδο της πανδημίας, διαφήμισαν την τηλεργασία. Συγκεκριμένα στον τομέα της εκπαίδευσης –μιλώντας για τα φροντιστήρια- η τηλεκπαίδευση διαφημίστηκε από την πρώτη στιγμή με τον απαραίτητο στόμφο, για να νιώσουν οι γονείς/πελάτες και την ανάλογη «ασφάλεια» για τη γνώση του παιδιού τους. Ακόμη και πριν το lockdown (η τηλεργασία στην εκπαίδευση βρίσκεται χρόνια στα σκαριά) η τηλεκπαίδευση σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διαθέσιμη για μαθητές που δεν μπορούσαν να βρεθούν στους χώρους των φροντιστηρίων. Η τηλεκπαίδευση λανσαρίστηκε ως κάτι φυσιολογικό που μπορεί να αντικαταστήσει το δια ζώσης μάθημα. Δε θα μείνουμε σε αυτή τη γελοιότητα, αλλά στο γεγονός ότι όσο διαφημιζόταν η τηλεκπαίδευση θεωρούταν δεδομένο ότι ο εκάστοτε εργαζόμενος θα διαθέσει τα δικά του μέσα ή θα αγοράσει από την τσέπη του ό,τι και αν χρειαστεί για αυτή.
Καταλήγουμε λοιπόν πάλι στα ίδια ερωτήματα: Ποιος τελικά, για να μη χάσει μερίδιο από τα κέρδη, διαφημίζει ότι παρέχει τηλεκπαίδευση; Ποιος εν τέλει πληρώνει από την τσέπη του (δηλαδή μερίδιο από τον μισθό του) για να διαθέσει τα μέσα για την τηλεκπαίδευση; Τα ερωτήματα φυσικά είναι ρητορικά!
Είναι ακόμη απαραίτητο να αναφερθεί αυτό που κάνει την τηλεκπαίδευση να διαφέρει από τις άλλες τηλεργασίες. Αυτό είναι η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι η επαφή με τους μαθητές. Όλοι οι συνάδελφοι και συναδέλφισσες/εργαζόμενοι και εργαζόμενες στην παιδεία έχουμε κοινά βιώματα πάνω σε αυτό το κομμάτι. Όλοι/ες έχουμε πάει πίσω τα μαθήματά μας με τα κλασικά χιτς «κυρία δεν ακούγεστε», «παιδιά είστε εδώ;», «κύριε η κοινή χρήση οθόνης κόλλησε», «έχει καθυστέρηση ο ήχος». Αλλά πηγαίνοντας και στα πιο σοβαρά (χωρίς να απαξιώνουμε καθόλου τα προηγούμενα), ξέρουμε από πρώτο χέρι πως οι μαθητές δε διαθέτουν τα μέσα για το μάθημα (οι περισσότεροι κάνουν μάθημα από την οθόνη του κινητού). Περνάμε καθημερινά άπειρες ώρες μπροστά σε έναν υπολογιστή, γιατί εκτός από την παράδοση οφείλουμε να προετοιμαστούμε, να ετοιμάσουμε ό,τι χρειαζόμαστε και να διορθώσουμε ασκήσεις από εικόνες ή αρχεία pdf (γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσουν σε εμάς οι εργασίες των μαθητών), προσπαθώντας να ανταποκριθούμε στις ανάγκες των μαθητών μας και να κάνουμε το καλύτερο για αυτούς.
Το βασικό όμως είναι ένα: Η χρόνια απαξίωση της δημόσιας παιδείας τσακίζεται ακόμα περισσότερο (ότι δηλαδή έχει απομείνει από αυτή) μέσω των τηλεμαθημάτων. Για αυτό δεν φταίνε ούτε οι μαθητές/τριες, ούτε οι γονείς, ούτε οι εκπαιδευτικοί. Φταίνε οι αστοί διαχειριστές που όλα αυτά τα χρόνια, προς εξυπηρέτηση συμφερόντων, κλείνουν εσκεμμένα τα μάτια και τα αυτιά τους στα ζητήματα που ανοίγονται τόσο μέσα από τους αγώνες της μαθητιώσας νεολαίας όσο και των εκπαιδευτικών. Αυτό ας μη το ξεχνάμε.
Η υποτίμηση αυτή, χωρίς αμφιβολία, οδηγεί και με αφορμή την πανδημία σε ένα άνευ προηγουμένου βάθεμα των ταξικών χασμάτων στην εκπαίδευση. Δε θέλουμε εδώ να δημιουργηθεί η εντύπωση πως μέχρι τώρα δίνονταν ίσες ευκαιρίες στα παιδιά των λαϊκών οικογενειών. Κάθε άλλο. Το ξέσπασμα όμως της πανδημίας και ο τρόπος διαχείρισής της από τις διάφορες αστικές κυβερνήσεις, σχεδόν απέκλεισε πολλά παιδιά από το αγαθό της εκπαίδευσης, αφού αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε αυτό ήταν η εξασφάλιση του απαραίτητου εξοπλισμού, που στα λαϊκά νοικοκυριά δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Την ίδια στιγμή τα παιδιά των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, συμμετέχοντας στο αγαθό της εκπαίδευσης συχνά ως πελάτες σε ιδιωτικά σχολεία και κολέγια κι έχοντας ως δεδομένο τον εξοπλισμό για τη διεκπεραίωση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σε κάποιες περιπτώσεις συνέχισαν με σχεδόν κανονικούς ρυθμούς την εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτή η κατάσταση, που για τα παπαγαλάκια της αστικής διαχείρισης, αποτελεί το αποδεικτικό στοιχείο της επιτυχίας του μοντέλου της ιδιωτικοποίησης, προφανώς σηματοδοτεί τον ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Για μια εκπαίδευση, λοιπόν, στενά συνδεδεμένη με τις ανάγκες της αγοράς και τα κέρδη του κεφαλαίου, όπως αυτή τη γνωρίζουμε στον καπιταλιστικό κόσμο, το βάθεμα του ταξικού χάσματος που συντελείται αυτή τη στιγμή στην εκπαίδευση δεν είναι μια άτυχη στιγμή ενός κατά τ’ άλλα υγιούς συστήματος. Είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής του κεφαλαίου που και μέσα από την εκπαίδευση έχει ως σκοπό να αναπαραγάγει την αδικία και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις.
Εργαζόμενοι/ες στον χώρο της εκπαίδευσης