Στις 3 Γενάρη 1945, σκοτώνεται στην Αθήνα, κατά την εξέλιξη των μαχών των “Δεκεμβριανών”, ο 24χρονος εμβληματικός Ευρυτάνας ποιητής και φοιτητής της Νομικής Δώρης Άνθης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Νίκου Ζωγραφόπουλου).
Ο Δώρης Άνθης έχασε τη ζωή του σε μία μεγαλειώδη ενέργεια αυτοθυσίας, όταν για να υπερασπίσει τα υπόλοιπα παιδιά του λόχου του σε μία κρίσιμη στιγμή των ένοπλων συγκρούσεων, όρθωσε θαρραλέα το ανάστημά του απέναντι σε ένα αγγλικό τανκ με το πολυβόλο! Ήταν καπετάνιος ενός εκ των λόχων του 42ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, ενώ υπήρξε κι από τους πρωτοξεκινητάδες και μαχητικότερους αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη με το ψευδώνυμο “Ιωσήφ”. Με την ατρόμητη στάση του και τα επαναστατικά του ποιήματα φλόγιζε τις ψυχές των συμμαχητών του αλλά και των Ευρυτάνων αγροτών. Στάθηκε συνεπής και παλικάρι μέχρι τέλους! Άλλωστε ο ίδιος ποιούσε με τους στίχους του τη μεγάλη απόφαση ζωής : “Τα νιάτα μου τα χάρισα στολίσματα του Λαϊκού Στρατού…” (Ο ΕΛΑΣίτης)
Θυσία! Τι πιο όμορφο
στους εκλεκτούς της Δόξας
που ξεκινήσαν ταπεινοί
για να στεφανωθούν.
Φτάνει να ζήσει η ρήγισσα
να λούζεται μες τ’ άστρα,
η ατίμητή μας Λευτεριά
κι όλα σ’ αυτή γι’ αυτή!
Ο νεαρός συμπατριώτης μας, ανήσυχο πνεύμα από τα νεανικά – μαθητικά του χρόνια, αγωνίστηκε πότε με την πένα και πότε με το τουφέκι της Ρωμιοσύνης για να δει αυτός ο τόπος κι αυτός ο λαός μια καλύτερη μέρα με λευτεριά, κοινωνική δικαιοσύνη και προκοπή. Τρυφερός ποιητής της φύσης και του έρωτα, αλλά και μπαρουτοκαπνισμένος επαναστάτης, υπήρξε άξιο τέκνο της αιώνια ανυπότακτης Ευρυτανίας! Για το σπουδαίο ποιητικό ταλέντο του, μεγάλοι λόγιοι της εποχής του, τον παρομοίασαν ως “νέο Κρυστάλλη”!
Προς τιμήν του πρόωρα χαμένου μα και αλησμόνητου Δώρη Άνθη, παρουσιάζουμε στο blog “Ευρυτάνας ιχνηλάτης” ένα από τα ποιήματα του με τίτλο “ο φαμελίτης” (πρωτοδημοσιεύθηκε το 1938 στη “Φωνή της Ευρυτανίας”), όπου εκεί διαφαίνονται, για μια ακόμη φορά, οι σπάνιες ευαισθησίες και η αγάπη του Δώρη για τον απλό πονεμένο λαό, γι’ αυτό το λαό που θυσίασε τα νιάτα του.
Προσπέρασε κι ούτ’ είπε καλημέρα
και κύρτωσαν οι ώμοι του βαρειά
η κόμη του δε σείστη στον αγέρα,
τα μάτια του δε λάμψανε φλουριά.
Στη στράτα βιαστικός τρεχάτος πάει
κι αγνώριστος περνά στην αγορά
τάχα τα βάσανά του να αστοχάει
κοντά στ’ αγαπημένα του μωρά;
τάχα τα βάσανά του να αστοχάει
κοντά στ’ αγαπημένα του μωρά;
To βράδυ στου σπιτιού του τη γαλήνη
να γαληνεύει τάχα η συλλοή;
Το γέλιο των παιδιών του να του σβύνει
τον πόνο τον πικρό πώχει η ζωή;
Α! το ψωμί στη γάστρα, που ανασαίνει
τη μυρωδιά του σαν τρανή χαρά
το ξέρει αυτός με τι ιδρώτα βγαίνει.
Το μέτωπο απλώνει μια φορά…
Μια γυναικούλα πολυαγαπημένη
στο σπίτι, τρία τέσσερα παιδιά…
Καλύτερους καιρούς αυτός προσμένει
και η ελπίδα δεν του λείπει στην καρδιά.
Στο Γολγοθά του σέρνει το σταυρό του
κι απόκαμε πολύ μεσοστρατίς
και λέει κάτι στο Θεό του
σαν πρώτος και σαν δεύτερος ληστής.