Μετά το πέρας των εκλογών της 21ης Μαΐου, με τη ΝΔ να φτάνει το ποσοστό του 40% ένα συναίσθημα απογοήτευσης και «ήττας» άρχισε να πλανάται στην ατμόσφαιρα, από τη μία από ένα τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας και συγκεκριμένα εξαιτίας της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος «πήγαινε φορτσάτος», για να διαχειριστεί τον ελληνικό καπιταλισμό, και από την άλλη από μερίδα του κόσμου που αποκλειστικά στο πρόσωπο της δεξιάς βλέπει μια σκληρή πολιτική και μια συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Για αυτό κρίνεται απαραίτητο την περίοδο που διανύουμε, αντί να… ασχολούμαστε με το «τι δεν έκανε καλά ο ΣΥΡΙΖΑ», για να κοροϊδέψει ακόμη μια φορά τις μάζες και να υφαρπάξει ψήφους, «γιατί το ΜΕΡΑ25 δε μπήκε στη Βουλή», «την πατήσαμε με αυτοδύναμη- παντοδύναμη ΝΔ», να τοποθετήσουμε τον διάλογο σε διαφορετική βάση.
«Το ζήτημα της ήττας»
Τι σημαίνει «ήττα», όπως αυτή ακούγεται μετά τα εκλογικά αποτελέσματα, για όσους και όσες προσπαθούν να τα ερμηνεύσουν, είναι μια συζήτηση. Και είναι σοβαρή, όταν η αφήγηση της «ήττας» ερμηνεύεται ως ήττα από τον απλό κόσμο και όχι από τα εκάστοτε στελέχη- στην προκειμένη των σοσιαλδημοκρατών. Πόσο μάλλον, όταν ερμηνεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο από τον κόσμο της εργασίας, που είναι και ο κόσμος που μας ενδιαφέρει να βρεθούμε πλάι-πλάι ενάντια στην καπιταλιστική επέλαση που θα συνεχιστεί (γιατί δε σταμάτησε ποτέ και ο κόσμος της εργασίας το ξέρει καλά αυτό, γιατί το βιώνει στο πετσί του). Και αυτή η καπιταλιστική επέλαση θα κλιμακώνεται όχι εξαιτίας μιας εκλογικής νίκης. Θα κλιμακώνεται, αν δε βάλουμε εμείς οι «από κάτω» εμπόδιο, αν δεν αντισταθούμε με τις δικές μας δυνάμεις.
Ας μιλήσουμε λιγάκι για την «ήττα» αλλά και για την ήττα. Η εργατική τάξη είναι μέσα στην ήττα μια μεγάλη ιστορική περίοδο και τρώει απανωτά χαστούκια από τις δυνάμεις του κεφαλαίου σε πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Για τον αρνητικό συσχετισμό δεκαετιών και την ηττοπάθεια που φέρνει αυτός κάποιοι έβαλαν το χεράκι τους. Αυτοί είναι που σήμερα έχουν το θράσος να μιλάνε για «ήττα», εννοώντας την εκλογική ήττα φυσικά.
Εμείς μιλάμε για την ήττα (και τι κάνουμε για να την ανατρέψουμε στο συσχετισμό δυο δεκαετίες τουλάχιστον) στο πεδίο της ταξικής πάλης. Οι σοσιαλδημοκράτες μιλάνε για την «ήττα» στο αστικό πεδίο και στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Ρωτάμε λοιπόν όσους/ες πείθονται ακόμα από τα γιαλαντζί στελέχη της αστικής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και όσους/ες επηρεασμένοι/ες από την κλάψα των παραπάνω βίωσαν απογοήτευση το βράδυ των εκλογών όταν αντίκρισαν το εκλογικό αποτέλεσμα:
Ήταν ή δεν ήταν ήττα ότι η εγκληματική πολιτική της ΝΔ στην πανδημία με χιλιάδες νεκρούς πέρασε χωρίς καμιά ουσιαστική αντιπολίτευση; Ήταν ή δεν ήταν ιστορική ήττα ότι η εργατική τάξη και οι λαϊκές μάζες δεν κατάφεραν να χτίσουν παλλαϊκό μέτωπο ενάντια στη διαχείριση της πανδημίας με μαχητικές ταξικές θέσεις; Και βέβαια ήταν ήττα και μάλιστα με μεγάλο γδούπο. Σε αυτή την ήττα ήταν υπεύθυνη και συνυπεύθυνη η σοσιαλδημοκρατία αλλά και όσοι πολιτικοί σχηματισμοί δεν έθεσαν τίποτε ουσιαστικό (παρά γενικολογίες) απέναντι στα συμφέροντα του καπιταλιστικού κόσμου; Πόσο μάλλον όσοι σιγοντάρισαν μαζί με τους καπιταλιστές, που είχαν συμφέροντα με την «άρνηση» της πανδημίας, και το άνοιγμα εργοστασίων και καπιταλιστικών κάτεργων (βλ. «τουριστική βιομηχανία»). Λίγες μειοψηφίες μέσα στην εργατική τάξη πήραν θέσεις μάχης και κάλεσαν για αντίσταση. Προσπάθησαν να καταδείξουν ακόμη και εργατικά σωματεία που βλεφάριαζαν ή κερδίζονταν από θέσεις των «αρνητών της πανδημίας» και δεν έλεγαν ούτε τα «βασικά» μέσα στα καπιταλιστικά κάτεργα, τη στιγμή που θέριζε η πανδημία, παίζοντας αρνητικό ρόλο στον ταξικό συσχετισμό. Κι αυτή η ήττα που έχει αφήσει κακή παρακαταθήκη (βλέπε θέσεις-συμπεράσματα Βίδας) έχει «πάει περίπατο», ενώ θα έπρεπε να κουβεντιάζεται ως ζήτημα τεράστιο για το πώς οι ηγεσίες της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και κομμάτια του συνδικαλιστικού κινήματος τα διπλώσανε μπροστά στα καπιταλιστικά συμφέροντα, έτσι ώστε την επόμενη φορά να μην ξαναζήσουμε κάτι αντίστοιχο…
Είναι ή δεν είναι ήττα η ησυχία, η αναμονή και η απραξία απέναντι στη συνεχόμενη εντατικοποίηση, στο τσάκισμα των εργατικών δικαιωμάτων, στην καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, στις αυξήσεις των ορίων της συνταξιοδότησης, στο βάλτωμα του μισθού, στην αντεργατική πολιτική, στους σταυρούς (όχι στους εκλογικούς που χάθηκαν) των εκατοντάδων θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων, στην τρομοκράτηση των εργατολαϊκών μαζών, στη φτωχοποίηση και στην περιθωριοποίηση που φέρνει η ανεργία; Ποιοι λειτουργούν ως συνένοχοι στην ήττα, η οποία είναι η μόνιμη συνθήκη στη ζωή της εργατικής τάξης;
Οι φραμπαλάδες, τα νταούλια, τα μεγάλα, υπεραγωνιστικά και παχιά λόγια όπως «αυτός ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά», οι εκατοντάδες συναυλίες «κλιμάκωσης» και οι άσφαιρες ενέργειες δεν στόχευσαν ποτέ στο να πάρει υλικά χαρακτηριστικά η ταξική σύγκρουση παρά μόνο θεαματικά. Κι όλη αυτή η αγωνιστική σκηνοθεσία (που κρατά χρόνια) αξιοποιείται εκλογικά με το γνωστό: «βρεθήκαμε στους δρόμους να βρεθούμε και στις κάλπες». Είναι μέρος του βρόμικου και αποπροσανατολιστικού ρόλου που έπαιξαν οι καλλιεργητές της αντιδεξιάς «ελπίδας», για να διατηρούν απλά στο πόπολο τη «μαχητικότητα» της ψήφου, όταν «έρθει εκείνη η ώρα». Και ήρθε και φώναξε αριστοφανικά: «αφού δεν συναντηθήκαμε στους δρόμους, γιατί να συναντηθούμε στις κάλπες;»
Έτσι κι αλλιώς, όσον αφορά τους «ηττημένους» της σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ είχαν κόψει δεσμούς με την εργατική τάξη με θεωρητικούς και πολιτικούς ακροβατισμούς υιοθετώντας το «νέο και μοντέρνο» των αντιμαρξιστικών και αποδομιστικών θεωριών της κοσμοπολίτικης μπαρούφας και των αντιπρολεταριακών στην ουσία τους ιδεολογιών. Άξια τέκνα όσων διέλυσαν την προοπτική της προλεταριακής επανάστασης και του σοσιαλισμού στη χώρα. Αλλά ας μην επεκταθούμε στην γενεαλογία τους που από μόνη της είναι μια ήττα για το κίνημα στην Ελλάδα.
Είναι ήττα ή όχι ότι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα εξαρτημένη και μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν υπάρχει αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και μέτωπο πάλης που να ενώνει τα λαϊκά στρώματα με την εργατική τάξη και την πρωτοπορία της; Αντίθετα κυριαρχούν θέσεις περί ελληνικού ιμπεριαλισμού, αλληλεξάρτησης και κοσμοπολιτισμού από την ελληνική αριστερά μέχρι τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Είναι ένα κεντρικό ζήτημα (αν όχι το κεντρικότερο) στο οποίο φαίνεται πεντακάθαρα η ήττα όσων λένε ότι θέλουν να αντισταθούν, ενώ ταυτόχρονα ο προσανατολισμός τους είναι σε λάθος κατεύθυνση. Είναι ήττα τεράστιας σημασίας ότι σε έναν λαό με τέτοια ιστορία αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής και δράσης σήμερα, και με την ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία, να έχει χωριστεί ο κόσμος της αριστεράς σε νατοϊκούς και πουτινικούς; Με τους πρώτους να τραγουδούν «bella ciao» και να παρλάρουν στα τσακίρ κέφια «βελουχιώτικα» και τους δεύτερους να ανεμίζουν κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα…
Και ας αναρωτηθούμε ο κόσμος της εργασίας. Είναι ή δεν είναι ήττα ότι φύγαμε από τους δρόμους, ότι αφήσαμε την απόπειρα αντίστασης στη μέση και ανολοκλήρωτη; Ας αναρωτηθούμε ποιοι επέτρεψαν να καλλιεργηθούν αυταπάτες, όταν ο κόσμος γυρνούσε τη πλάτη στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και συγκρούονταν, για να μην περάσουν τα μνημόνια (δηλ. η ιμπεριαλιστική επιτήρηση και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση). Ποιοι έκαναν ή προσπάθησαν να κάνουν ουρά ενός κάλπικου δημοψηφίσματος τον λαό και τον έβαλε στη στρούγκα των σοσιαλδημοκρατών βήμα το βήμα; Αυτό ήταν ήττα ή όχι;
Και αυτή την ήττα την έχουμε μοιραστεί χρόνια, δέκα ολόκληρα χρόνια για την ακρίβεια που το ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έστρωσε το δρόμο στη ΝΔ και παρέδωσε το προλεταριάτο στο κεφάλαιο αποδυναμωμένο και μεθυσμένο από υποσχέσεις που δήθεν θα υλοποιούσε. Δυστυχώς δεν ακουστήκαμε.
Η επίθεση του κεφαλαίου θα συνεχιστεί όσο δεν υπάρχει αντίπαλο δέος «από τα κάτω» ταξικό και λαϊκομετωπικό. Και θα συνεχιστεί με δεξιούς, κεντροδεξιούς, ακροδεξιούς, κεντροαριστερούς, αριστερούς ακόμα και με… ακροαριστερούς στα λόγια. Και θα συνεχιστεί, γιατί έτσι είναι οι νόμοι της ανειρήνευτης ταξικής πάλης. Μια τάξη καταπιέζει την άλλη. Η αστική τάξη την εργατική τάξη. Η κλοπή της υπεραξίας είναι ο νόμος και το «δίκιο» του καπιταλιστή και το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης υπάρχει, για να διατηρεί αυτήν την κλοπή.
Αλλά είμαστε εδώ, γιατί η δράση αντικαθιστά τα δάκρυα. Η ταξική πάλη συνεχίζεται. Η ιμπεριαλιστική κηδεμονία συνεχίζεται, η ταξική εκμετάλλευση συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται να έχουμε για καθήκον την ανάπτυξη και ανασυγκρότηση του ταξικού ανταγωνιστικού κινήματος και την συγκρότηση ενός υλιστικού επαναστατικού προγράμματος για τις λαϊκές μάζες που ασφυκτιούν κάτω από την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα στη χώρα μας.