Αφιερωμένο στον αγαπημένο φίλο Ανέστη – που τα καλοκαίρια μεγαλώναμε μαζί χωρίς να συναντηθούμε…
Όλες οι θερινές παιδικές αναμνήσεις έχουν έναν τόπο αναφοράς: Πευκί, βόρεια Εύβοια. Σχεδόν είκοσι συνεχόμενα χρόνια. (Τα δεκαπέντε τα θυμάμαι). Στο κάμπινγκ, στη θάλασσα με τις πέτρες, στο ένα χιλιόμετρο ποδήλατο από το κάμπινγκ στο χωριό και τούμπαλιν, στη ντίσκο δίπλα στο κάμπινγκ (κάτι σαν φαντασίωση προέφηβου), στο γηπεδάκι μπάσκετ έξω από το κάμπινγκ, στο οχυρό των Γερμανών στη γωνία της παραλίας των Γουβών, στο ψαροντούφεκο με τον μπαμπά, στην πρωινή λαϊκή στο λιμάνι, στις τυρόπιτες του Κυριακού (μάλλον πίτσα κλειστή ήτανε), στον Περιστερά (παγωτό), στο ψημένο καλαμπόκι (όταν η απογευματινή βόλτα παιζόταν ανάμεσα σε καλαμπόκι ή παγωτό), στο πανηγύρι της Ντινιούς (νομίζω 19 του Αυγούστου), στο φλάινγκ ντόλφιν που πέρναγε κάθε μέρα στα ανοιχτά, (κάποιες χρονιές) στο καναντέρ που γέμιζε αλατόνερο μπροστά μας, στον ήλιο το πρωί (έως τις 12 περίπου), στη βροχή το μεσημέρι (έως τις 4-5 περίπου), στη ξαστεριά το βράδυ, στη Γαλατσώνα, στο καφενείο στο Ασμήνι, στα μελίσσια των Ελληνικών, στο τυροκομείο του Αρτεμισίου, στις βρύσες πριν τις Γούβες, στο σπίτι του Δροσίνη (που ενίοτε γεννά παραφροσύνη), στα ηλεκτρονικά, στα κουκλάκια που τα πιάνει μια δαγκάνα, στην Ιστιαία για προμήθειες (χρηματοπιστωτικού τύπου), στους Ωρεούς (για μακρινή απογευματινοβραδυνή βόλτα με το αμάξι), στο ρετσίνι των πεύκων, στα πεύκα, στις λεύκες, στις συκιές, στα πεύκα.
Δύναμη. Αλληλεγγύη. Συντροφικότητα.
Η θλίψη μας, η οργή μας να γίνει αντίστασή μας απέναντι στον ζόφο.
Α. Ζαβιτσάνος