Στο τεύχος 32 της Βίδας δημοσιεύσαμε ένα συγκεντρωτικό «κηδειόχαρτο» για τους ανθρακωρύχους στα ορυχεία σε όλο τα κόσμο για την τελευταία δεκαετία. Ο τίτλος που επιλέξαμε μιλά από μόνος του (Ορυχεία: ο τάφος της εργατικής τάξης) και δίνει και την εικόνα για τις συνθήκες εργασίας των εργατών στα ορυχεία του 21ου αιώνα.
Τα χρόνια περνάνε αλλά το επάγγελμα αυτό δεν έχει αλλάξει, οι «τυφλοπόντικες» προλετάριοι υπακούν ακόμα σε «αμετάβλητους» νόμους που τα αφεντικά έχουν επιβάλει στις στοές παντού στον κόσμο.
Δημοσιεύουμε εδώ την βιβλιοπαρουσίαση των Φύλλων (αλλά και φίλων) στο βιβλίο του Χιλιανού Μπαλδομέρο Λίγιο Ο λάκκος του διαβόλου των εκδόσεων Ενύπνιο. Ο Μπαλδομέρο Λίγιο θεωρείται ο πατέρας του διηγήματος και του κοινωνικού ρεαλισμού στη χώρα του. Η συλλογή διηγημάτων εκδόθηκε το 1904 και αναφέρεται στην εργατική τάξη των στοών που τον προηγούμενο αιώνα δεν έβλεπε τον ήλιο και έσκαβε για να κερδίζουν τα αφεντικά. Για τα αφεντικά είτε άνθρακας είτε θησαυρός πάντα ήταν είναι και θα είναι θησαυρός…
***
Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν εκεί κάτω, με την αξίνα στο χέρι, χτυπώντας με μανία το κοίτασμα και, τι παράξενο, του φαινόταν ότι εκείνο το σκοτεινό πράγμα ήταν εύθραυστο σαν κρύσταλλο και δεν είχε τη σκληρότητα που ήξερε. Σήκωσε ψηλά τη λάμπα για να διακρίνει πιο καθαρά και τότε είδε. Δεν ήταν άνθρακας ούτε κανένα άλλο ορυκτό αυτό που χτυπούσε με το εργαλείο του, αλλά μια κολλώδη μάζα, μαλακή και κολλώδης. Τότε συνειδητοποίησε μέσα σε μια ξαφνικά έκλαμψη ότι ήταν ο ιδρώτας. το αίμα κι όλα τα δάκρυα που είχαν χύσει όλες οι παμπάλαιες γενιές των ανθρακωρύχων, των ξεχασμένων προγόνων του στους στενούς διαδρόμους του ορυχείου, και αυτά που ακόμα χύνουν αυτοί που δουλεύουν σκυφτοί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις κολασμένες στοές του. Και είδε, χωρίς έκπληξη πια, ότι ο ιδρώτας που έπεφτε απ’ το δικό του κορμί ήταν κι αυτός κόκκινος και ότι σιγά σιγά έπαιρνε την απόχρωση και τη μορφή του κοιτάσματος.
Έπειτα το τοπίο άλλαξε και βρέθηκε μέσα σε κάτι που έμοιαζε με μια γιγάντια χοάνη. Εκεί ήταν συσσωρευμένο όλο εκείνο το παράξενο ορυκτό και, από ένα μικρό άνοιγμα στο κάτω μέρος της χοάνης, ανάβλυζε κάτι που έμοιαζε μ’ έναν ολόχρυσο χείμαρρο και, τρέχοντας ορμητικά σαν καταρράκτης, σκορπιζόταν σαν χρυσαφένιο ρυάκι στους κάμπους.
Το χρυσάφι έπεφτε πάνω στη γη που έτρεμε και τότε, σαν από άγγιγμα ενός μαγικού ραβδιού, ξεπήδησαν μέσα από τα σπλάχνα της πύργοι και παλάτια εκτυφλωτικής ομορφιάς. Στους κήπους και στα περιβόλια τους αναρίθμητα ζευγάρια λικνίζονταν κάτω από τους ήχους ηδονικών χορών.
Απότομα οι χοροί και η μουσική σταμάτησαν και ένα αλλόκοτο φως πλημμύρησε το τοπίο. Τα διαμαντικά και τα περιδέραια. που έλαμπαν στους λαιμούς των δεσποινίδων, ξεκόλλησαν όλα μαζί ξαφνικά και κύλησαν σαν δάκρυ επάνω στους απαλούς ώμους και στα στήθη των ωραίων γυναικών. Τα ρουμπίνια άφηναν, πέφτοντας, αιμάτινες κηλίδες πάνω στους μεγαλοπρεπείς τάπητες και οι τοίχοι, οι σκάλες, οι μπρούτζινες προτομές και τα μάρμαρα πήραν ένα φρικτό κόκκινο χρώμα κι έμοιαζαν με πηχτό αίμα.
Καθώς ο Πέδρο Μαρία παρατηρούσε τη φοβερή μεταμόρφωση, τα παλάτια γκρεμίζονταν μπροστά στα κατάπληκτα μάτια του. Τίποτα δεν έμεινε από εκείνες τις παραδεισένιες κατοικίες, ούτε ένα ελάχιστο ίχνος. Και μόλις όλα μετατράπηκαν σε σωρούς θλιβερών ερειπίων, ανάμεσα απ’ τις πέτρες ξεπρόβαλλε ένα εξαθλιωμένο πλήθος παιδιών, γυναικών και γερόντων, βρόμικο και ρακένδυτο.
Όλος αυτός ο πλούτος, όλες αυτές οι ανέσεις στις αρχές του 20ου αιώνα, και στους αιώνες των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας, έχουν ένα και μόνο όνομα. Εκμετάλλευση της εργασίας. Το όνειρο του πεσμένου στο δρόμο ανθρακωρύχου, του απλήρωτου και χρεωμένου μ’ ένα σωρό πρόστιμα από την εταιρία, είναι η Αλήθεια… Με τους συντρόφους του, τους νέους που έμοιαζαν γέροι, τα οχτάχρονα παιδιά, τα άλογα, κι αυτά αιώνια καταδικασμένα να σπρώχνουν καρότσια στα έγκατα της γης και να ξαναβλέπουν το φως του ήλιου όταν ξεζουμισμένα ερχόταν η ώρα να πεθάνουν, παρατημένα στον χωρίς κανένα ίσκιο κάμπο έρμαια των όρνιων, είναι αυτοί που δούλευαν από ήλιο σε ήλιο χωρίς καν να τον βλέπουν… Αυτοί που γύριζαν στις παράγκες κι αντίκριζαν τα πεινασμένα παιδία τους και τις απελπισμένες γυναίκες τους. Χτυπούσαν με την αξίνα ολημερίς τους βράχους για να βγάλουν τον άνθρακα. Καταπλακώνονταν από τους βράχους. Καίγονταν ζωντανοί από τις εκρήξεις. Αρρώσταιναν και γερνούσαν πριν την ώρα τους. Άφηναν ορφανά τα παιδιά τους. Βασανίζονταν και έχαναν οποιαδήποτε αξιοπρέπεια από άθλιους επιστάτες και μηχανικούς. Μέχρι και το φαγητό τους το αγόραζαν από το μοναδικό κατάστημα που κι αυτό άνηκε στην εταιρία. Αυτή που μεταχειριζόταν ένα σωρό κόλπα για να μην τους πληρώσει την πενιχρή έτσι κι αλλιώς συμφωνία που είχαν κάνει. Ζούσαν με το φόβο του συναγερμού που πάντα έφερνε άσχημα μαντάτα. Και τότε, ένα ανθρώπινο κοπάδι από γυναίκες και παιδιά ντυμένο με κουρέλια έτρεχε αλαφιασμένο στο ορυχείο. Συναγερμός ίσον θάνατος. Κάποια στοά θα κατέρρευσε, κάποια έκρηξη θα έγινε. Η μόνη διαφορά ήταν ο αριθμός των νεκρών. Κάποιες φορές τα νέα ήταν καλά. Οι νεκροί ήταν μόνο τρεις…
Πόσες φορές κατά τη διάρκεια εκείνων των στιγμών της περισυλλογής δεν είχε αναρωτηθεί, χωρίς να βρίσκει απάντηση, γιατί να υπάρχει τούτη η πελώρια αδικία πάνω στη γη, γιατί εκατομμύρια φτωχοί να είναι στους αιώνες των αιώνων καταδικασμένοι να φτύνουν αίμα μόνο και μόνο για να συσσωρεύουν πλούτη πάνω στα πλούτη ελάχιστου και να ζουν στα ολόχρυσα παλάτια τους. Αχ, σκεφτόταν μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό, ας γινόταν να μπορούσε να ζήσει κάποιος δίχως αυτή την παντοτινή αγωνία και το φόβο για την τύχη των αγαπημένων πλασμάτων, που τόσες φορές έπρεπε να πληρώσουν με την ίδια τους τη ζωή· πανάκριβα να πληρώσουν για να κερδίσουν αυτό που θα έπρεπε να είναι το δικαίωμα όλων, ένα πιάτο φαΐ και το καθημερινό ψωμί στο τραπέζι!
Αλλά όλα αυτά έρχονταν κι έφευγαν από το μυαλό της γυναίκας, και καθώς δεν μπορούσε να βρει καμιά λύση στο πρόβλημα, πάσχιζε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις κι έπιανε ξανά τις καθημερινές ασχολίες της βυθισμένη στη συνήθη της μελαγχολία.
Κι η μοιρολατρία βασίλευε στην πολιτεία των εργατών και των οικογενειών τους. Κάπου κάπου, όταν δολοφονούνταν στα κάτεργα, όταν στο τέλος της εβδομάδας στέκονταν στη βροχή να πληρωθούν και βρίσκονταν χρεωμένοι με πρόστιμα για δήθεν λάθη τους, η οργή τους ξεσπούσε με κατάρες και βρισιές. Αλλά πάντα υπήρχε και θα υπάρχει αυτός που με συνείδηση θα λέει τα πράγματα όπως είναι.
Φτωχέ μας γέρο, σε πετάνε στα σκουπίδια επειδή τους είσαι πια άχρηστος. Το ίδιο συμβαίνει σε όλους μας. Εκεί κάτω δεν κάνει καμιά διαφορά αν είσαι άνθρωπος ή ζώο. Μόλις δεν έχουμε πια δυνάμεις για τη δουλειά, το ορυχείο μας πετάει όπως ξεφορτώνεται η αράχνη μακριά από τον ιστό της το απομεινάρι της μύγας που καταβρόχθισε. Σύντροφοι, το ζώο αυτό είναι η εικόνα και της δικής μας ζωής. Όπως αυτό, έτσι κι εμείς σωπαίνουμε υπομένοντας καρτερικά τη μοίρα μας. Κι όμως η δύναμη είναι τόσο μεγάλη που τίποτα πάνω σ’ αυτή τη γη δεν θα μπορούσε να της αντισταθεί. Αν όλοι οι καταπιεσμένοι, όλοι οι δεσμώτες, βάδιζαν ενάντια στους καταπιεστές τους, τότε γρήγορα θα τους βάζαμε στη θέση τους όλους αυτούς που σήμερα μας πίνουν το αίμα και ρουφάνε ως το μεδούλι από τα κόκαλα μας. Θα τους σκορπίζαμε με την πρώτη έφοδο όπως ο τυφώνας ένα δεμάτι άχυρα. Είναι λίγοι, είναι ελάχιστοι κι αυτοί και το άθλιο σινάφι τους, και ανίσχυροι μπροστά στον αναρίθμητο στρατό των αδελφών μας που πλημμυρίζει τη γη!
Κι όσο στο πρόσωπο των ανθρώπων αυτών βλέπουν έναν «επικίνδυνο» για τη δουλειά τους άνθρωπο (άραγε ήταν δουλειά ή δουλεία)που ονειρεύεταιεξεγέρσεις ενάντια στους αδιασάλευτους νόμους της μοίρας, τόσο η φυσική ροή των πραγμάτων θα παραμένει φυσική… Θα ξυπνούν αξημέρωτα, θα στήνονται στην ουρά, θα μπαίνουν στις στοές, θα χτυπούν το βράχο. Κι αυτοί και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κι «ο λάκκος του διαβόλου» θα τους σκοτώνει κάθε μέρα και θα πλουτίζει την αποικιοκρατική εγγλέζικη εταιρία…
[Το εξαιρετικό βιβλίο με διηγήματα του Μπαλδομέρο Λίγιο «Ο λάκκος του διαβόλου» σε μετάφραση του Σταμάτη Πολενάκηκυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ενύπνιο»]
[Τα αποσπάσματα με τα πλάγια γράμματα είναι από το βιβλίο]