Σήμερα, ανήμερα Πρωταπριλιάς, δημοσιεύουμε το διήγημα του Γιάννη Σπανόπουλου από τη συλλογή Δέκα εμπιστευτικά διηγήματα (Αθήνα 1981).
***
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ, ΕΞΗ
Κάπου – κάπου θυμάμαι τις πρωταπριλιές, Πόσα χρόνια…
Μᾶς ἔλεγαν, θυμᾶμαι, νὰ προσέχουμε μὴ μᾶς γελάσουνε.
Μὴ μᾶς στείλουνε πουθενά, τάχα πως μᾶς γυρεύουνε, κ πέρα νὰ κάθονται νὰ γελᾶνε μὲ τὸ πάθημά μας.
Μουτρώναμε στὴν ἀρχή… ὕστερα, γελάγαμε κ᾿ ἐμεῖς μαζὶ τους καὶ τρέχαμε νὰ βροῦμε κανέναν ἀνήξερο, να τον κοροϊδέψουμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας.
— Ξέρεις; Εἴπα με μιὰ φορὰ στὴ γιαγιά μας, γύρισε ο θείος Βασίλης ἀπ’ τὸ μέτωπο…
— Αλήθεια, παιδιά μου;
Κι’ ἔπιασε νὰ στολίζεται καὶ νὰ φοράει τὰ καλά της, να ‘ναι ὡραῖα ποὺ θὰ τὸν ὑποδεχότανε.
Ο θεῖος Βασίλης εἶχε τὸ‘12 σκοτωθεῖ, στὸν πόλεμο.
Τὴν εἶδε ὁ πατέρας σὰ γύρισε καὶ ρώτησε.
— Τι συμβαίνει, μητέρα;
— Θα ἦρθει ὁ Βασίλης μου…
— Ποιος;
— Ὁ Βασίλης μου, Στέλιο μου. ὁ αδερφός σου…
Ὁ πατέρας τὰ ἔχασε. Τρελλάθηκε ἡ μάνα μου, σκέφτηκε. Ξεκουτιάθηκε…
Το‘πε καὶ στὴ μητέρα μας. Ἐκείνη, ποὺ ὅλα τὰ προλάβαινε, ὅλα τὰ ‘γνοιαζότανε, όλα τὰ διώρθωνε, τὸ κατάλαβε.
— Αχ, αὐτοὶ οἱ διαβόλοι τὴ ξεμυάλισαν, φαίνεται, Συγχωρεσέ τους. Στέλιο μου, δὲ θὰ τὸ ξανακάνουν… πρωταπριλιά είναι βλέπεις, σήμερα…
Ὁ πατέρας μέρωσε. ῞Ακου ὁ Βασίλης μας, μονολόγησε.
Κάναμε ένα μήνα νὰ τὴν ξαναδοῦμε. Τὴν ἀποφεύγαμε.
Μπαίναμε ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα, κι’ όλο της κρυβόμαστε. Μα φαίνεται πως κι’ ἐκείνη ἔκανε τὸ ἴδιο.
Ἀλλὰ ἤτανε καλὴ ἡ γιαγιά μας.
Πολὺ μᾶς ἀγάπαγε.
Μᾶς ἔλεγε παραμύθια… Ιστορίες για ταξίδια, ατέλειωτες. Παρ’ ὅλο ποὺ ξέραμε πὼς δὲν εἶχε πάει ποτέ στη ζωή της ούτε δυὸ βήματα.
Ξύπνια. Πολύστροφή.
25 χρόνια ἔζησε μὲ τὴ νύφη της –τη μητέρα μας– παρ’ όσα λέγονται γιὰ τὶς πεθερὲς καὶ τὶς νυφάδες.
Πικρὸ λόγο δὲν ἀλλάξανε,
Μονασμένα ζήσανε τόσα χρόνια.
Κι ἕνα πρωί, μᾶς εἴπανε νὰ μποῦμε μὲ ἡσυχία στὸ δωμάτιο ποὺ ἔμενε, γιὰ τὴν τελευταία συγχώρεση.
Μᾶς ἐζήτησε.
Μᾶς ἔδωσε τὴν εὐχή της καὶ μᾶς συγχώρεσε.
— Συγχωρέστε κ᾿ ἐμένα, μᾶς ψιθύρισε.
Ήτανε γαλήνια.
Καὶ σκεφθῆτε τὴν ἔκπληξή μας, ὅταν ἐκεῖνες τις στιγμές, άνοιξε τα μάτια της καὶ μᾶς μίλησε γιὰ τὸ θεῖο Βασίλη.
— Ήξερα πὼς μὲ κοροϊδεύατε, ἀλλὰ μοῦ ἄρεσε νὰ μοῦ λέτε πὼς ἔρχεται… νά ᾽χετε τὴν εὐχή μου…
Κλαίγαμε ὅλοι μας…
Ποτὲ δὲ θὰ ξεχάσουμε τη γιαγιά μας.
Προπολεμικά ήτανε.
1930-31. Θεός ‘σχωρέστηνε…