Για την Ελένη Τοπαλούδη, για όλες
«Φώναξέ το/Η ζωή είναι Ρόζα/είναι κόκκινη, είναι τριαντάφυλλο/ Κάτω τα χέρια από τα τριαντάφυλλα/Κάτω τα χέρια από τη Ρόζα/η ζωή είναι τριαντάφυλλο /όταν οργανώνεσαι με τις αδερφές σου, όταν προχωράς, όταν υπερασπίζεσαι τις κακοποιημένες γυναίκες», οι στίχοι σε ελεύθερη απόδοση, από ένα πρόσφατο κομμάτι της κολομβιανής ράπερ Yela Quim, λεσβοφεμινίστριας αρτιβίστριας όπως αυτοπροσδιορίζεται.
Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι αφιερωμένο στην Rosa Elvira Cely. Περιγράφει τη βάναυση κακοποίηση και δολοφονία της 35χρονης πλανόδιας πωλήτριας από τους βιαστές της, στις 24 Μαΐου του 2012, στο Εθνικό Πάρκο, στην καρδιά της Μπογκοτά. Μιας γυναίκας της βιοπάλης που το πρωί πουλούσε γλυκά για να επιβιώσει αυτή και η κόρη της και τα βράδια προσπαθούσε να τελειώσει το σχολείο για να σπουδάσει. Τα βασανιστήρια, ο βιασμός και η δολοφονία της (την εγκατέλειψαν να ψυχορραγεί, η «βοήθεια» έφτασε με δύο ώρες καθυστέρηση) έκαναν τη Ρόζα σύμβολο ενός αγώνα, ανοίγοντας διάπλατα σε κοινή θέα την πιο μεγάλη ανοιχτή πληγή της Κολομβίας: τις πολλές χιλιάδες κακοποιημένες γυναίκες, τις δολοφονημένες, όπως λέει και το τραγούδι, «από τους άντρες και το κράτος». Από ένα κράτος που κρατάει γερά αλυσοδεμένες τις γυναίκες, με χαρακτηριστική την απαγόρευση των αμβλώσεων.
Η Ρόζα έγινε hashtag, έγινε σύνθημα, έγινε συγκέντρωση, έγινε διαδήλωση, έγινε οργάνωση των καταπιεσμένων νέων γυναικών. Οι προσπάθειες της κρατικής μηχανής και οι δηλώσεις του δημάρχου της Μπογκοτά, να την «εξαφανίσουν» μετά θάνατον, λέγοντας ότι η ίδια προκάλεσε τη δολοφονία της, κατέληξαν στην παραίτησή του.
Έναν χρόνο αργότερα, το 2013, ολοκληρώνεται το ντοκιμαντέρ «Τριαντάφυλλα και Όπλα» της Vilma Kahlo:«Rosasy Fusiles». Από την Αβάνα, όπου βρίσκονταν οι γυναίκες της Αντιπροσωπείας της Ειρήνης των FARC, οι «φαριάνας» όπως οι ίδιες αποκαλούνται, η Βίλμα Κάλο τους δίνει ήχο και εικόνα. Απαντούν οι ίδιες στις ερωτήσεις ποιες είναι, για ποιο λόγο εντάχθηκαν στο αντάρτικο, για την καθημερινότητά τους στα βουνά της Κολομβίας, για τη συμμετοχή τους στην ένοπλη κομμουνιστική οργάνωση. Για όσους γνωρίζουν την ιστορία της ταξικής αντιπαράθεσης στην Κολομβία από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, αλλά κυρίως για τις αγωνιζόμενες γυναίκες σε όλο τον κόσμο, η στιγμή είναι ιστορική. Από τα πενήντα ιδρυτικά μέλη των FARC το 1964, οι δύο ήταν γυναίκες. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η συμμετοχή των γυναικών ξεπέρασε το 40%.
Την ίδια χρονιά, η Βίλμα Κάλο αναλύει σε συνέντευξή της τους λόγους που την οδήγησαν στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ. Αν και πρόκειται για οκτώ χρόνια πριν, η απάντηση της έχει μεγάλη αξία για το σήμερα:
«Η Κολομβία είναι μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο για περισσότερα από πενήντα χρόνια, λόγω ενός κοινωνικού μοντέλου δομημένου προς όφελος της ολιγαρχικής μειοψηφίας και εις βάρος της φτωχής πλειοψηφίας που αντιμετωπίζει την εξαθλίωση, τον αποκλεισμό και τη βία. Αυτή η περιθωριοποιημένη κοινωνία υφίσταται την τραγωδία να κυβερνάται από ένα Ναρκω- Κράτος που το χρηματοδοτεί και το καθοδηγεί η κυβέρνηση της Βόρειας Αμερικής.
Οι μαζικοί τάφοι, οι «ψευδώς θετικοί» (στμ. πρόκειται για χιλιάδες άμαχους που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από στρατιωτικούς, οι οποίοι τους δήλωναν σαν νεκρούς αντάρτες για να «επωφεληθούν»), τα βασανιστήρια και οι επιθέσεις στους φτωχούς χωρικούς και στις χωρικές επειδή είναι «συνεργάτες» των ανταρτών (η Κολομβία είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο με τους πιο πολλούς εκτοπισμένους, αποτέλεσμα της κρατικής ή παραστρατιωτικής βίας). Οι απειλές, οι διώξεις και η καταστολή των πολιτικά αντιφρονούντων: αυτή είναι η καθημερινότητα του αδερφού κολομβιανού λαού, ο οποίος ζει σε μια χώρα με μια τρομοκρατική κυβέρνηση όπου δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε αυτά τα πλαίσια, η φτωχή γυναίκα, η γυναίκα της υπαίθρου, σηκώνει στους ώμους της μια τεράστια κοινωνική τραγωδία, όπως λένε οι συντρόφισσες αντάρτισσες: στην γυναίκα πέφτει το χειρότερο βάρος της σύγκρουσης, υποφέρει την σεξουαλική βία, την ενδοοικογενειακή βία, πολλές από αυτές καταλήγουν προστάτες οικογένειας γιατί οι σύντροφοί τους δολοφονούνται. Η πλειοψηφία των εκτοπισμένων είναι γυναίκες.
Μέσα σε αυτή την καπιταλιστική και πατριαρχική πραγματικότητα η γυναίκα αντιμετωπίζει όλες τις μορφές καταπίεσης: οικονομική, σεξουαλική, διανοητική. Στην Κολομβία η συμμετοχή των γυναικών στα κυβερνητικά πόστα είναι μηδενική, και για τις γυναίκες της αριστεράς, το να ασκούν πολιτική με νόμιμα μέσα είναι πρακτικά αδύνατο. Για αυτούς τους λόγους κάθε μέρα όλο και περισσότερες γυναίκες πυκνώνουν τις γραμμές του μακροβιότερου αντάρτικου της Λατινικής Αμερικής: είναι αυτές που αποφασίζουν να αγωνιστούν για την ελευθερία με σκοπό τη δημιουργία μιας κοινωνίας ειρήνης με κοινωνική δικαιοσύνη, μια κοινωνία σοσιαλιστική.
Αυτή την πραγματικότητα την κρύβουν ή την παραποιούν τα μέσα ενημέρωσης που υπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και τα πλοκάμια του στην Κολομβία. Αυτές οι εταιρείες έχουν δαιμονοποιήσει και στιγματίσει τις αντάρτισσες των FARC– EPσαν σεξουαλικές συνοδούς των διοικητών.
Αποστολή αυτού του ντοκιμαντέρ είναι να συμβάλλει στο γκρέμισμα αυτής της μεροληψίας των μίντια, δείχνοντας την πραγματική ζωή των επαναστατριών που συμμετέχουν στις FARC– EP. Με οδηγό την λενινιστική αρχή ότι «η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική» το ντοκιμαντέρ επιδιώκει να διαδώσει την φωνή μερικών από τις πρωταγωνίστριες της κολομβιανής σύγκρουσης.»
Η ιστορία της ταξικής σύγκρουσης στην Κολομβία βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο σημείο των συνεπειών της προδομένης συμφωνίας από πλευράς της αμερικανοκίνητης ναρκωκυβέρνησης, των νέων διώξεων, των εκτοπισμών και δολοφονιών ανταρτών και ανταρτισσών και του νέου διασυρμού των τελευταίων από το κράτος. Από την άλλη πλευρά όμως, οι κινητοποιήσεις στις πόλεις της Κολομβίας ενάντια στην καταστολή και στην εγκληματική διαχείριση της πανδημίας γίνονται ολοένα πιο μαζικές και μαχητικές, ενώ από τις 29 Αυγούστου του 2019 οι διωκόμενοι από τις αφοπλισμένες Farc– Ep έχουν ιδρύσει την Δεύτερη Μαρκετάλια.
Οχτώ χρόνια, λοιπόν, μετά, οι συγκεκριμένες εμπειρίες και πολιτικές τοποθετήσεις των επαναστατριών της Κολομβίας φωτίζουν το δρόμο της απελευθέρωσης όλων των γυναικών στον κόσμο: Την «οργάνωση των αδερφών» όπως «φωνάζουνε» οι κολομβιανές ράπερ, πιάνοντας το νήμα της ιστορίας τους, την αντιπαράθεση «με το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο που θέλει τη γυναίκα εμπόρευμα, πράγμα, αντικείμενο που βγαίνει σε πλειστηριασμό, εξαρτάται αν είναι νέα, αν είναι όμορφη, εξαρτάται από το χρώμα του δέρματός της αν θα πουληθεί», όπως λέει στο ντοκιμαντέρ η φαριάνα Marcela Gonzalez. Τη στράτευση «στην υπεράσπιση των καταπιεσμένων, στην υπόθεση της επανάστασης γιατί αυτή δεν είναι μια προσωπική υπόθεση, ή η υπόθεση μιας ένοπλης οργάνωσης, είναι η υπόθεση των λαών. Είναι η υπόθεση των ανδρών και των γυναικών», όπως λέει με υγρά μάτια- μετά από την περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστη από παραστρατιωτικούς- η Camilla Cienfuegos.Η παρακαταθήκη τους είναι η στράτευση των γυναικών στον αγώνα για το γκρέμισμα του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος:
«Αυτό που μας κινητοποιεί είναι βαθιά ανθρωπιστικά αισθήματα, η αλληλεγγύη, η αδερφοσύνη, η συντροφικότητα. Γιατί χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών στην επαναστατική διαδικασία, δεν υπάρχει επανάσταση», όπως λένε οι ίδιες.
Ιδιαίτερα σήμερα στην Κολομβία- αλλά και σε όλον τον κόσμο- η κρίση και η πανδημία μέσα στην κρίση δίνει το μεγαλύτερο χτύπημα στις γυναίκες της εργατικής τάξης και της υπαίθρου. Η αντίσταση, λοιπόν, είναι ζήτημα επιβίωσης. Για αυτό και η οργάνωση είναι καθήκον.