Κάποιες φορές λίγα λόγια μπορούν να εκφράσουν συναισθήματα και να φέρουν μνήμες. Μπορούν να αποτυπώσουν κάποιες από τις στιγμές νεολαιίστικου «ψαξίματος», αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα συνειδητοποιημένων βημάτων στην μητρόπολη. Βιώματα, που έχτιζαν σε περιπτώσεις την προλεταριακή κοινότητα και την «ακαλλιέργητη» ακόμα διεθνιστική αλληλεγγύη.
Οι νέες και οι νέοι σε πολλές από τις φτωχογειτονιές της Αθήνας και όχι μόνο, είχαν (και έχουν) να παλέψουν με πολλά. Η εποχή των 90ς ήταν και αυτή μια «σκληρή» εποχή. Τα ναρκωτικά ρίχνονταν στις συνοικίες, δολοφονούσαν φίλους και συμμαθητές. Τα πρώτα μεροκάματα κάποιες και κάποιοι τα έκαναν παράλληλα με το σχολειό. Η μητρόπολη γινόταν πεδίο μάχης… ταξικό. Οι νέοι εξερευνούσαν, θέλοντας και μη, τους δρόμους, τις πλατείες… τις μουσικές. Έψαχναν τον τρόπο να σπάσουν το δοσμένο lifestyle, να βρουν πού ανήκουν, ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός… Σε πολλές περιπτώσεις η τέχνη που γεννήθηκε μέσα από αυτές τις «αναζητήσεις» έχασε την αφηρημένη της έννοια, έγινε στρατευμένη. Η διεθνιστική αλληλεγγύη εκφράστηκε πολιτικά. Τα πρώτα βήματα στην μητρόπολη στράτευσαν αυτή την νεολαία…
Το παρακάτω κείμενο δόθηκε στο blogspot από την “Απλά μια φωνή” και πρωτοδημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του fanzine «Υπόγειος Ήχος» (2013).
[Μέσα από αυτή την ανάρτηση στέλνουμε ακόμα μια φορά την διεθνιστική μας αλληλεγγύη στον Κομμουνιστή (ράπερ) Pablo Hasel, που καταδικάστηκε από το ισπανικό κράτος για τους στίχους του και φυσικά την πολιτική του στάση].
Για το hip hop, τα beats και ότι αγαπήσαμε…
Θυμάμαι, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και ψάχναμε ήχους να συντροφεύουμε τις βόλτες, το ροκάνισμα του χρόνου στις πλατείες ή στα άδεια σχολικά μπασκετάκια… Όταν ψάχναμε να κάνουμε πιο υποφερτούς τους σιχτιρισμούς για τη ζωή μέσα στα παιδικά μας δωμάτια, με τις κλειστές πόρτες που μας χώριζαν από τους κόσμους των «μεγάλων», τις στιγμές που έξω από αυτές μας γκάριζαν τα αιτήματά τους για το πώς οι ζωές μας θα άξιζε να βιωθούν…
Τότε κάπου στα μέσα του ’90 ήταν που κάποιοι από εμάς στόλισαν τους εαυτούς τους με κάποια όχι και τόσο κοσμητικά επίθετα… «Γίναμε» οι punks και οι hip hopάδες… Οι δεύτεροι γνωρίσαμε αυτή τη φάση κάπως στα πιο αόρατά της βήματα πριν την μηντιακή της έκθεση… Οι πρώτοι ανακάλυπταν στα 90’s μια ιστορία που σε αυτή την εδαφική επικράτεια είχε ήδη κάνει τα βήματά της….
Εμένα με έλκυε περισσότερο αυτός ο «μονόχνοτος, επαναλαμβανόμενος ρυθμός», αυτές οι απαλλοτριωμένες λούπες πάνω σε αυστηρά στημένα μέτρα, που συνοδεύονταν τις περισσότερες φορές με στίχους, που σίγουρα δεν θύμιζαν τις εκκλήσεις για τακτ και ευγένεια ενός κόσμου που επ’ ουδενί δε νιώθαμε δικό μας.
Αν κάτι μου άρεσε τόσο σε αυτές τις πρώτες διαδρομές, ήταν ότι ένιωθα πως το hip hop -έτσι όπως το αντιλαμβανόμουν (και η πλευρά του που θεωρούσα κοντινή μου) ήταν ένας τρόπος να μάθεις τι βίωνε κάποιος ή κάποια χιλιόμετρα μακριά. Μάθαινες έτσι για τη ζωή στα προάστια μιας ευρωπαϊκής μητρόπολης, για τους καταναγκασμούς στα γκέτο της Αμερικής, για το απαρτχάιντ της νότιας Αφρικής… Και όλο «αυτό» δεν ήταν ένα φετίχ συλλογής δυστυχιών, αλλά ο κόμβος όπου οι διαδρομές μας συναντήθηκαν. Ο κόμβος που ένωσε και αναζωογόνησε τις επιθυμίες και τα μίση μας. Ο κόμβος που αποτελούνταν από μονοπάτια που είχαν διανύσει αυτοί και αυτές που οι καπιταλιστικές κοινωνίες βάφτισαν αόρατους. Μέσω αυτού τα «φαντάσματα» ξαναβγήκαν παγανιά και λέρωσαν έννοιες δομικές για την αναπαραγωγή αυτού του κόσμου: ιδιοκτησία, κέρδος, βιομηχανία του θεάματος.
Και ήταν (είναι) τόσο προσιτό… Το μέσο, για να αποτυπώσεις ηχητικά τη δικιά σου εκδοχή, είναι το beat και η δυνατότητα του να βάζεις σε σειρά τις λέξεις δημιουργώντας ανά τακτά διαστήματα ομοιοκαταληξίες… Οι λούπες φέρνουν μαζί τους ήχους από το παρελθόν και το παρόν, που εντοπίστηκαν, κόπηκαν, ξεχαρβαλώθηκαν, ξανα-δημιουργήθηκαν και ξανα-δημιούργησαν μια άλλη (τους) εκδοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι το hip hop υπολείπεται από δημιουργικότητα ή εφευρετικότητα, αλλά ότι ξανά έθεσε τους όρους του παιχνιδιού: ότι το ωδείο και η δυνατότητα να το πληρώνεις δεν είναι προϋπόθεση, το φάλτσο δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο, ότι η ανάγκη για έκφραση προσπερνά τους καταναγκασμούς της «καληφωνίας» και ότι πολλές φορές ένα κασετόφωνο με ένα rec αρκεί για να ακούσει κάποιος κάτι δικό σου.
Αυτό που γνώρισα στην Αθήνα κάπου στο 1996 ήταν κόσμος που σιγά- σιγά άρχισε να στήνει τη ζωή του γύρω και από αυτόν τον κώδικα… Κάποιος θα το πει lifestyle, κάποιος άλλος μπορεί να το πει ανάγκη να ανήκεις σε κάτι που εντός μίας κοινότητας θα είναι ευανάγνωστο… Εγώ θα πω ότι όπως και να ‘χει, κάπως έτσι προέκυψε ένα καμίνι, με κόσμο που τα χνάρια του έφταναν χιλιόμετρα μακριά: η τάδε από τη Νιγηρία, ο τάδε από τη Πολωνία, η τάδε από την Ελλάδα, ο τάδε από την Αλβανία. Και μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση τα «τάδε» ξανά έπαιρναν μορφή, τα «τάδε» ξανά αποκτούσαν όνομα, τα «τάδε» έφτιαχναν κοινές διαδρομές.
Τα Πατήσια, η Κυψέλη, το Γαλάτσι, το Περιστέρι, το Κέντρο ήταν οι γειτονιές που κάποιοι από εμάς κινούμασταν. Κεντρικοί άξονες της μητρόπολης όπως η Πατησίων ήταν οι δρόμοι που αγαπήσαμε να μισούμε. Πλατείες όπως η Κολιάτσου τα μέρη που κάναμε το πέρασμά μας.
Αν κάτι έχω να μοιραστώ παραπάνω, είναι ότι αυτή η κατάσταση στην οποία κάποιοι από εμάς βρήκαμε τον εαυτό μας, μας έμαθε και της μάθαμε, πως το να έχεις παραπάνω χρήματα, το να είσαι έλληνας, το να είσαι άντρας δεν είναι προϋποθέσεις για να παίξεις στο παιχνίδι…
«…σε κοιτάζω και με κοιτάζω ενώ από τα βάθη της καρδιάς μου
ανεβαίνουν ζεστές αναμνήσεις ξένων και δικών μου αλητειών και
αναρωτιέμαι τους κινδύνους δίχως τελειωμό που δίνουν συγκίνηση στο ταξίδι».
Renato Curcio – “Μετρό”