Ο Έρενμπουργκ έγραψε το έργο αυτό μεταξύ 1946-1947 με βάση τις εμπειρίες του ως πολεμικός ανταποκριτής, καθώς δούλευε ως συντάκτης στις εφημερίδες «Πράβντα», «Ισβέστια», «Κόκκινος Αστέρας».

Ποιά δύναμη είναι αυτή πουδίνει το κουράγιο σε μια νεαρή γυναίκα από την Ουκρανία να ξεπερνά τη δολοφονία του μωρού της και να κατατάσσεται εθελοντικά στον Κόκκινο Στρατό; Γιατί ένα νεαρό πλουσιοκόριτσο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική, το σκάει από το σπίτι της για να ενταχθεί στη γαλλική αντίσταση και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας; Tί είναι αυτό που αναγκάζει έναν νεαρό σοβιετικό αρχιτέκτονα να αφήνει στα μετόπισθεν τη γυναίκα και το αγέννητο ακόμα παιδί τους και να πολεμάει 4 χρόνια μέσα στα δάση της Λευκορωσίας ως επικεφαλής αντάρτικου αποσπάσματος; Πώς ένας ανερχόμενος γερμανός επιστήμονας ανθρωπολόγος καταλήγει να πιστεύει και να πολεμάει για την επικράτηση της φυλετικής ανωτερότητας του Τρίτου Ράιχ; Ο Έρενμπουργκ προσπαθεί στο έργο του να αποδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερα και να περιγράψει μεγάλο μέρος των εξελίξεων και των γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την αφήγηση της ζωής και της δράσης μια πληθώρας χαρακτήρων απλών καθημερινών ανθρώπων. Με όπλο του τον ρεαλισμό και με τη μυθοπλασία του βασισμένη πάνω σε όσα έζησε και είδε ο ίδιος από κοντά, μέσα στα χρόνια της φωτιάς και του πολέμου, κρατάει σε αγωνία των αναγνώστη, τον συγκινεί, τον βάζει σε διαδικασία να σκεφτεί και να συλλογιστεί πάνω σε γενικότερα ιστορικά ζητήματα σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου. Αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο, για την έννοια του καθήκοντος, της δέσμευσης σε έναν σκοπό, τη δύναμη του ανθρώπου να αντιστέκεται απέναντι σε δυνάμεις μεγαλύτερες από αυτόν και να ορθώνει το ανάστημά του, για τη ζωή και τα όνειρα των ανθρώπων που δεν σταματούν αλλά συνεχίζουν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες.

Το βιβλίο στην αρχή μας δίνει μια γενική εικόνα πριν το ξέσπασμα του πολέμου, με επίκεντρο τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση. Την πεποίθηση των Γάλλων αστών ότι τα σύννεφα του πολέμου που κύκλωναν την Ευρώπη δεν θα τους άγγιζαν και ότι με τη ναζιστική Γερμανία θα μπορούσε να υπάρξει μια «έντιμη» συνεννόηση, ότι η τελευταία θα στρεφόταν προς την Ανατολή και τη Σοβιετική Ένωση, την περιφρόνηση για τους γάλλους κομουνιστές, τους οποίους θεωρούν τον πραγματικό κίνδυνο για την γαλλική αστική τάξη. Αντίθετα, στη Σοβιετική Ένωση, φαίνεται η προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η καθημερινή ζωή των νέων ανθρώπων με όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες που αυτή έχει, τις φιλίες, τις ανησυχίες, τις συναισθηματικές περιπέτειες και δυσκολίες μα, πάνω απ’ όλα, την αισιοδοξία ότι κάτι νέο χτίζεται, ότι γίνεται μια προσπάθεια που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο προκειμένου να θεμελιωθεί πάνω σε στέρεες βάσεις ένα νέο κράτος, που θα βασίζεται πάνω στους ανθρώπους της δουλειάς, που προσπαθεί να σπάσει δεσμά και προκαταλήψεις αιώνων και να χτίσει μια κοινωνία ισότητας. Δείχνει την ανησυχία των απλών ανθρώπων για τις επερχόμενες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τη συνειδητοποίηση από νωρίς ότι η Σοβιετική Ένωση αναπτύσσεται σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης και ότι σύντομα θα βρεθεί στο στόχαστρο των γερμανών καπιταλιστών και όχι μόνο. Ο Έρενμπουργκ κάνει μια πολύ καλή και λεπτομερή ανάλυση της ψυχοσύνθεσης κάθε χαρακτήρα και μας παρουσιάζει μια ποικιλία τέτοιων, με σκοπό να δείξει μέσα από τη ζωή και τη συμπεριφορά τους το γενικό κοινωνικό κλίμα και την πολιτική κατάσταση της εποχής. Βλέπουμε, έτσι, έναν Γάλλο αστό αφελή, χαζοχαρούμενο εργοστασιάρχη, με έφεση στην καλή ζωή, ο οποίος δεν θέλει να ακούει για πολιτική, θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι βαρετό που δεν τον αφορά· τη νεαρή του κόρη, ένα απολίτικο πλουσιοκόριτσο που βρίσκεται σε πλήξη, με ένα όμως βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης, που θα την κάνει να στραφεί στο μέλλον στο αντάρτικο των γάλλων κομμουνιστών και θα έρθει σε σύγκρουση με τον πατέρα της· στυγνούς τεχνοκράτες γάλλους, που προετοιμάζονται από νωρίς σε περίπτωση ήττας της Γαλλίας για την ομαλή μετάβαση και τη συνέχιση της κερδοφορίας τους υπό γερμανική κατοχή· μια γερμανίδα κομμουνίστρια, διωγμένη από την πατρίδα της και εθελόντρια στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στην πλευρά των δημοκρατικών· έναν γάλλο ποιητή εθνικιστή, φανατικό πολέμιο του κομμουνισμού, που σύντομα περνά στην υπηρεσία των ναζί· έναν νεαρό σοβιετικό μηχανικό, εμπορικό αντιπρόσωπο στο Παρίσι που θλίβεται με την κατάντια της γαλλικής δημοκρατίας, έτοιμη να καταρρεύσει μπροστά στον επερχόμενο όλεθρο· μια παρέα νεαρών σοβιετικών κοριτσιών, που ονειρεύονται το μέλλον τους με αισιοδοξία κλπ.

Στη συνέχεια, το βιβλίο συνεχίζει με το ξέσπασμα του πολέμου και την κατάρρευση της Γαλλίας. Τον πανικό για κάτι που ήταν ολοφάνερο μα δεν το περίμεναν, την προδοσία του καθεστώτος του Βισύ και τη ζωή κάτω από τη γερμανική κατοχή. Τη συνεργασία των γάλλων αστών με τον γερμανικό φασισμό, τη συνέχιση της λειτουργίας των εργοστασίων τους για τις ανάγκες του Τρίτου Ράιχ αλλά και την εμφανιζόμενη σιγά-σιγά αντίσταση των γάλλων κομμουνιστών. Τα βάσανα και τις απώλειες τους, από τον σχηματισμό των πρώτων πυρήνων στις πόλεις στην αρχή, μέχρι την οργάνωση αντάρτικων τμημάτων στα βουνά, σε πείσμα της γαλλικής αστικής τάξης, που επιθυμεί ειρήνη και συνεργασία με τους γερμανούς προκειμένου να συνεχίσει να κερδοσκοπεί. Επίσης, φαίνεται και η διαφορά του χαρακτήρα του πολέμου σε Δύση και Ανατολή, καθώς η Γαλλία, μέσα από την αφήγηση χαρακτήρων γερμανών στρατιωτών, παρουσιάζεται σαν θέρετρο διακοπών γι’ αυτούς, σε αντίθεση με τις δυσκολίες και την αντίσταση που αντιμετωπίζουν στη Σοβιετική Ένωση, την οποία χαρακτηρίζουν «κόλαση». Καθ’ όλη τη διάρκεια, η πλοκή του βιβλίου μεταφέρεται από τη Δύση στην Ανατολή και σε διαφορετικά πεδία μαχών σε όλο το ανατολικό μέτωπο. Φαίνεται η λυσσώδης αντίσταση του Κόκκινου Στρατού, οι πρώτες ήττες και η απογοήτευση των κόκκινων στρατιωτών, που όμως δεν χάνουν τη πίστη τους και το κουράγιο ότι σύντομα η κατάσταση θα ανατραπεί, και ταυτόχρονα η οργάνωση και η αντίσταση των παρτιζάνων στις κατεχόμενες περιοχές. Ο συγγραφέας εντάσσει συνεχώς νέους χαρακτήρες μέσα στην αφήγησή του και μας δίνει σφαιρικά την εξέλιξη του πολέμου και τη ζωή τόσο μέσα στο πεδίο της μάχης όσο και στα μετόπισθεν, όπου ο σοβιετικός λαός δίνει καθημερινό αγώνα για να προμηθεύει συνεχώς με υλικά το μέτωπο. Μέσα από την πορεία που ακολουθούν οι διάφοροι χαρακτήρες του, η μοίρα πολλών εκ των οποίων είναι σκληρή, αποτυπώνεται η φρίκη του πολέμου με δυνατές εικόνες, χωρίς καμία ωραιοποίηση, και με τον θάνατο να είναι συνεχώς παρών και να τους ακολουθεί. Διαβάζουμε για τα εγκλήματα των ναζιστών στρατιωτών στις κατακτημένες περιοχές, για εκτελέσεις αιχμαλώτων, πολιτών και παιδιών, για βιασμούς γυναικών και κάθε είδους φρικαλεότητες που διέπραξαν. Βλέπουμε από τη μεριά των γερμανών στρατιωτών τη σταδιακή αποκτήνωσή τους, ακόμα και ανθρώπων που στην αρχή είχαν αμφιβολίες για το χιτλερικό καθεστώς και τη μετάλλαξη τους, καθώς έρχονται οι νίκες η μία μετά την άλλη και ο πόλεμος συνεχίζεται. Αναδεικνύεται όμως και το ανώτερο ηθικό παράστημα των σοβιετικών στρατιωτών και παρτιζάνων και το πως οι δυσκολίες και τα βάσανα κάνουν ανθρώπους, μέχρι πρότινος ήρεμους και ειρηνικούς, να ορθώνουν το ανάστημά τους μπροστά στην καταστροφή και να πολεμούν μέχρι τέλους για την πατρίδα, όχι ως μια αόριστη μεταφυσική ιδέα, αλλά για να προστατέψουν όλα όσα αγαπούν, όλα όσα οι ίδιοι έχουν χτίσει με κόπο και τώρα βλέπουν να συντρίβονται μπροστά στα φασιστικά τανκς.

H αφήγηση συνεχίζεται με βάση τη ροή του πολέμου, την αλλαγή των συσχετισμών μετά το Στάλιγκραντ και την αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού (την εντύπωση που έκανε αυτό στους δυτικούς συμμάχους, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν πίστευαν ότι τη Σοβιετική Ένωση θα σταματούσε τη ναζιστική επέλαση), την προσπάθεια των Γερμανών να κρατηθούν και να μην υποχωρήσουν, τις συνεχόμενες ήττες τους (μάχη του Κούρσκ κλπ.), που αρχίζουν σιγά-σιγά να κλονίζουν την πίστη τους στο ναζιστικό καθεστώς. Στα τελευταία κεφάλαια, καθώς ο πόλεμος φτάνει στο τέλος του, περιγράφεται η λαϊκή εξέγερση και η απελευθέρωση του Παρισιού, ο ερχομός των αμερικανικών στρατευμάτων, το παζάρεμα των αστικών δυνάμεων για τη νέα κυβέρνηση, η διάψευση των προσδοκιών των ανθρώπων που πολέμησαν ότι η  απελευθέρωση θα σηματοδοτήσει μια νέα, πιο δίκαιη εποχή για τη Γαλλία, τον «πόλεμο» που αρχίζει ξανά ενάντια στους γάλλους κομμουνιστές, που αγωνίστηκαν 4 χρόνια ενάντια στους ναζί, και το σταδιακό ξέπλυμα των γάλλων αστών που συνεργάστηκαν με αυτούς. Ταυτόχρονα, περιγράφονται οι τελευταίες μάχες στο ανατολικό μέτωπο και μέσα στη Γερμανία και η κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος. Ο συγγραφέας, μέσα από τις συζητήσεις μεταξύ στρατιωτών, ανταρτών κλπ., κριτικάρει διάφορα θέματα όπως την αργοπορία των συμμάχων να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο, την άρνηση των συμμάχων να εφοδιάσουν με όπλα το γαλλικό αντάρτικο και τη διάχυτη εχθρότητα ενάντια στους γάλλους κομμουνιστές, την ίδια ώρα που ενισχύουν με χρήματα και όπλα άλλες «δεξιές» οργανώσεις μικρότερου βεληνεκούς, τη διαφορά στη συμπεριφορά και το ήθος μεταξύ αμερικανών και σοβιετικών στρατιωτών κατά τη συνύπαρξη τους στο Βερολίνο και τη συνειδητοποίηση από νωρίς για την επερχόμενη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων.

Η «Θύελλα», παρ’ ότι είναι ένα έργο μεγάλο σε έκταση (2 τόμοι*), δεν είναι κουραστικό για τον αναγνώστη χάρη στον απλό και μεστό του λόγο, δίχως μεγάλες λυρικές εξάρσεις, κρατώντας το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Απέναντι στη συνεχιζόμενη διαστρέβλωση και στην προσπάθεια η ιστορία να ξαναγραφτεί από την αρχή, μέσα από το βιβλίο γίνεται φανερό ποιοί ήταν αυτοί που στην ουσία πολέμησαν, μάτωσαν και θυσιάστηκαν ενάντια στο τέρας του ναζισμού και ποιοί συνεργάστηκαν μαζί του… * Το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1953 (εκδόσεις Τέχνη, μετάφρ. Αντρέα Σαραντόπουλου) και σήμερα κυκλοφορεί από τη Σύγχρονη Εποχή (2018, μετάφρ. Πλάτωνα Καραντάνη).

Π.
Διαβάστε ακόμα:
Βιβλία σοβιετικών συγγραφέων (1, 2)