Αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Βασίλη Φίλιππα, φίλου και συντοπίτη, υπερασπίζοντας τα λεγόμενά του ως πολίτη και εραστή του λευκαδίτικου τόπου. Θα μας επιτρέψει να του δώσουμε και από εδώ ένα τεράστιο συντροφικό χαιρετισμό για τον αγώνα που δίνει ως δύτης στα σκοτεινά βάθη της ιστορίας του τόπου μας για να φέρει στο φως εικόνες και παραδόσεις που μας δυναμώνουν τη συλλογική συνείδηση και μας κάνει να αγαπάμε την Λευκάδα και τον πλούτο της ενάντια στη στυγνή και αλλότρια κουλτούρα των κερδοσκόπων και όσων της συμπεριφέρονται ως τσιφλίκι για αντιλαϊκούςσκοπούς.
Βασίλη σε ευχαριστούμε γι’ αυτό…
Γ.Φ.***
«Τι αξίζει η θάλασσα χωρίς γιαλό;»
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1)
Ξεκίνησα να δημοσιεύω διαδικτυακά κείμενά μου για την ιστορία και τη λαογραφία της Λευκάδας, κύρια της πόλης, έχοντας έναν και μόνο σκοπό: Στο μέτρo των δυνάμεών μου και των δυνατοτήτων μου να μοιραστώ ένα μέρος έστω απ’ όσα συνάντησα στα χρόνια της έρευνάς μου στις προφορικές και γραπτές πηγές, ώστε να γίνουν κοινό κτήμα κι ως τέτοιο να μην σκεπαστούν από τη λήθη. Ταυτόχρονα, έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου τα κείμενα αυτά να αφορούν μόνο τους περασμένους χρόνους και να αναδεικνύουν, όσο τούτο είναι δυνατόν, άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας, και η μόνη σύνδεσή τους με τη σύγχρονη εποχή να είναι αυτή της κατάδειξης των μεγάλων συνεχειών ή των δρόμων που ακολούθησε η τοπική κοινωνία μέσα στα σπουδαία γεγονότα των εποχών.
Όχι βέβαια γιατί δεν έχω κι εγώ, στο μέτρο που μου αναλογεί, κριτική άποψη και θέση για τα σύγχρονα τεκταινόμενα, όπως και ο καθένας και η καθεμιά μας φυσικά, αλλά εν προκειμένω θεωρούσα και θεωρώ ότι διασώζοντας και φωτίζοντας το παρελθόν μας, μπορούμε να σταθούμε καλύτερα στο παρόν και να επηρεάσουμε θετικότερα το μέλλον.
Το ακόλουθο άρθρο εκφεύγει, κάπως, από τον άξονα που είχα θέση εξαρχής για τις δημοσιεύσεις: Η προ των πυλών, όμως, ιδιωτικοποίηση της Αμμουδιάς του Κάστρου με όρους αποικιοκρατικούς, δεν μου επιτρέπει τον βολικό στρουθοκαμηλισμό. Η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της, εδράζεται γερά, πιστεύω, όχι μόνο στο ιδιαίτερο φυσικό της κάλλος και στο ότι αυτή βρίσκεται εντός αρχαιολογικής ζώνης, αλλά και στο γεγονός ότι αποτελεί μια ζώσα ιστορική συνέχεια της τοπικής κοινωνίας με ρίζες γερές στον χρόνο. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα κατατεθούν εδώ κάποια ιστορικά στοιχεία για τα αγιομαυρίτικα μπάνια και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής, που δεν αποτελούν βέβαια μια ολοκληρωμένη ιστορική μελέτη, αλλά καταδεικνύουν τον ιδιαίτερο δεσμό του λευκαδίτικου λαού με τη συγκεκριμένη αμμουδιά.
Εκατό και πάνω χρόνια, η μεγάλη αμμουδιά του Κάστρου μας είναι άρρηκτα δεμένη με τα μπάνια των κατοίκων της πόλης και όχι μόνο…
Εκεί κολύμπησαν οι προπάπποι και οι προγιαγιάδες μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, οι γονείς μας, εμείς, τα παιδιά τα εγγόνια και τα δισέγγονα, εκεί μάθαμε μπάνιο, εκεί κάναμε τα παταλά μας τ’ αγόρια, εκεί μεγαλώσαμε, εκεί όσοι φύγαμε μακριά κι όσοι μείναμε στον τόπο, γυρνούσαμε χρονιά τη χρονιά κάθε καλοκαίρι σ’ αυτήν, παρά την κακοποίηση του τοπίου και την εγκατάλειψή του από τις Αρχές, τις δημοτικές και κρατικές υπηρεσίες, το Λιμεναρχείο και τον Συνεταιρισμό…
Και τώρα; Τίτλοι τέλους ή αρχής για την επανάκτησή της;
Ας δούμε πρώτα πώς, πού και πότε ξεκίνησαν, όμως, όλα…
Τ’ αγιομαυρίτικα μπάνια…
Η αλήθεια είναι ότι μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για το πότε ξεκίνησαν τα μπάνια στις λευκαδίτικες θάλασσες ― εικασίες βασιζόμενες πάντα στα ιστορικά παράλληλα τόσο του νησιωτικού Ιονίου όσο και του ελληνικού βασιλείου.
Στην Κέρκυρα, λόγου χάρη, ήδη από το 1862 έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για θαλάσσια μπάνια στα λεγόμενα «λουτρά του Φελίτσε», που λίγο καιρό μετά πήραν την ονομασία «Μπάνια τ’ Αλέκου», την οποία κράτησαν μέχρι και τις ημέρες μας, στην Κεφαλονιά τα πρώτα οργανωμένα μπάνια μαρτυρούνται στο Αργοστόλι, στην Κολόνα της Γέφυρας το καλοκαίρι του 1872 και αργότερα στο Μέτελα για τους κατέχοντες, ενώ οι ποπολάροι είχαν τις δικές τους παραλίες: το Φανάρι, το Μαϊστράτο και άλλες,ενώ στο βασίλειο της Ελλάδας το πρώτο μπάνιο στις ελληνικές θάλασσες μαρτυρείται ότι το έκανε η βασίλισσα Αμαλία το 1837, αλλά τα μπάνια ξεκίνησαν ουσιαστικά στις παραλίες της Αττικής κατά τη δεκαετία του 1860-1870.
Η έρευνά μου στις λευκαδίτικες εφημερίδες του 19ου αιώνα (ξεκινώντας από την πρώτη εφημερίδα του τόπου μας την ωραία «Λευκάς» που εκδόθηκε το 1865), στις οποίες ανέτρεξα για να βρω στοιχεία, δεν απέδωσε καρπούς, πράγμα αναμενόμενο, αφού είναι γνωστό ότι ελάχιστα από τα φύλλα των εφημερίδων αυτής της περιόδου έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας.
Τα πρώτα μπάνια στο νησί μας πιθανότατα έγιναν στα τέλη της εποχής της Αγγλοκρατίας στην αμμουδιά του Κάστρου κι αυτά θα τα έκαναν οι Βρετανοί αξιωματικοί και στρατιώτες που στρατωνίζονταν στο κοντινό Κάστρο της Αγίας Μαύρας κι ακόμη, επίσης, κάποιοι από τους περιηγητές που έφταναν και στην Λευκάδα στα πλαίσια του «Γκραν Τουρ» τους στη Μεσόγειο.(2)
Αυτό ας μη μας φανεί παράξενο, μιας και τα θαλάσσια μπάνια ξεκίνησαν στην Εσπερία: Αρχικά ως μέσο προστασίας της υγείας, που συνταγογραφούνταν μάλιστα από τους γιατρούς της εποχής και στη συνέχεια ως μέσο ευεξίας. Η κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των λουόμενων σημειώθηκε με την αναγνώριση της αμμουδιάς ως χώρου αναψυχής και κοινωνικών επαφών, πράγμα που οδήγησε σε μια φρενήρη αναζήτηση αμμωδών παραλιών όχι μόνο στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, στα οποία έφτανε με τον ή τον άλλο τρόπο ο δυτικός πολιτισμός (μαζί με τα κανόνια και τις τράπεζές του). Τα μπάνια που ξεκίνησαν από τη βιομηχανική-αποικιοκρατική Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα και στη συνέχεια εξήχθησαν αρχικά στη βορειοδυτική Ευρώπη, εξαπλώθηκαν ως μόδα σε όλον τον πλανήτη.
Στα πρώτα αυτά μπάνια άραγε να ακολούθησαν τους Ευρωπαίους και κάποιοι λίγοι τολμηροί εύποροι Λευκαδίτες, που πιθανότατα θα τα γνώριζαν κι από τις σπουδές ή τα ταξίδια τους στο εξωτερικό; Δεν το ξέρουμε (ακόμη).
Η ολοκλήρωση του Δρόμου του Κάστρου στα 1860 έδωσε πάντως τη δυνατότητα στους αστούς να έχουν ―πεζοί ή εποχούμενοι― εύκολη πρόσβαση στην αμμουδιά, ενώ με τη δημιουργία του νέου λιμανιού της πόλης στα 1900 από την εταιρεία «Πετί Μερμέ και Ρασπινί» οι κοντινές στην αμμουδιά του Κάστρου περιοχές που χρησίμευαν ως τότε ως λιμένες σταμάτησαν να λειτουργούν ως τετοιες κι έτσι οι λουόμενοι μπορούσαν πια απερίσπαστοι να κολυμπήσουν και να απολαύσουν τα μπάνια τους.
Πιθανότατα, λοιπόν, ήδη από τη δεκαετία του 1870 τα θαλάσσια μπάνια είχαν ξεκινήσει και στο δικό μας νησί ― για την ακρίβεια στην αμμουδιά της πόλης μιας και αυτά υπήρξαν για δεκαετίες ολόκληρες αστική συνήθεια, αφού το συντηρητικό περιβάλλον των χωριών δεν τα επέτρεπε στους κατοίκους τους θεωρώντας τα ηθικό ξεπεσμό.
Τα οργανωμένα μπάνια στην παραλία του Κάστρου ξεκίνησαν λοιπόν στα τέλη του 19ου αιώνα. Σε αυτά πρωτοπόρησαν οι εύποροι αστοί του τόπου (άρχοντες, ανώτεροι δημοσιοϋπάλληλοι κι έμποροι) ακολουθώντας κατά πόδα και κατά γράμμα τη μόδα της εποχής τόσο των ευρωπαϊκών παραλιών όσο και των αθηναϊκών (Φάληρο κ.λπ.). Γι’ αυτούς, όσο και για τους άλλους Επτανήσιους άρχοντες και μεγαλοαστούς, το μπάνιο στη θάλασσα και η έκθεση στα στοιχεία της φύσης δεν σήμαινε μόνο το ξεπέρασμα του ηθικού φράγματος του δημόσιου ξεγυμνώματος του σώματος, όπως το αντιμετώπιζε η συντηρητική Ελλάδα της εποχής, αλλά και της προκατάληψης ότι το μαύρισμα του δέρματος από τον ήλιο ήταν μέχρι τότε ένδειξη του πόπολου, της φτώχειας και χειρωνακτικής εργασίας: Αυτής των ξυπόλητων μπρανέλων ψαράδων, των αχθοφόρων του λιμανιού και της αγοράς, καθώς και των χωριατών, των καλλιεργητών της γης και των βοσκών… Η μόδα είναι βέβαια ανίκητη!
Η παραλία, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αρχικά χωρίστηκε σε δύο ζώνες: Την πρώτη, τη γυναικεία, προς τον Φάρο και τη δεύτερη προς το ΤΑΟΛ, την ανδρική. Για τις γυναίκες, μάλιστα, κάθε καλοκαιρινή σεζόν συναρμολογούνταν στην παραλία οι λυόμενες ξύλινες καμπίνες, τα «καζότα», ώστε να τις προστατεύουν από τα αδιάκριτα ανδρικά μάτια κατά την αλλαγή των ρούχων. Οι τελευταίες έφταναν στην παραλία κατά κύριο λόγο με τη βάρκα ενός συγκεκριμένου κι έμπιστού τους βαρκάρη, που είχε αναλάβει τη μετακίνησή τους, κι εκεί στα «καζότα» φορούσαν τα λουτρικά τους ενδύματα, τα οποία, όπως και τα αντρικά, καμιά σχέση δεν είχαν με τα σημερινά μαγιό… Οι κυρίες δε για να προστατευθούν από τον ήλιο στην αμμουδιά, χρησιμοποιούσαν τα ωραία τους παρασόλια.
Τους εύπορους αστούς ακολούθησαν σύντομα και οι λαϊκές τάξεις της πόλης, οι γυναίκες των οποίων αρχικά πήγαιναν εκεί βράδυ με τη βάρκα που σερνόταν με σκοινιά («αλτσάνα») από τον Δρόμο του Κάστρου, για να μην τις δουν τα αντρικά μάτια. Ας σημειωθεί ότι η διαδρομή αυτή γινόταν αφορμή για ατέλειωτα πειράγματα και «φαρομανητό» ―ένθεν κακείθεν― τόσο από αυτούς που απολάμβαναν εκεί τον καλοκαιρινό τους περίπατο και τους ψαράδες του καναλιού με τα καλαμίδια και τις τονιές, όσο και από τις ετοιμόλογες Αγιομαυρίτισσες της βάρκας. Το κολύμπι, μάλιστα, θεωρήθηκε εκείνη την εποχή από τις τάξεις αυτές, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για την κατάλληλη διατροφή και ένδυση ούτε για γιατρούς και φάρμακα, και ως ασπίδα απέναντι στις ασθένειες που θέριζαν τον αστικό πληθυσμό λόγω του ελώδους και βορβορώδους περιβάλλοντος της πόλης, της υγρασίας και των σμηνών των κουνουπιών («Ωωώ ψ’χούλα μ’, το γιώδιο και ο γήλιος κάν’νε θάματα να ξέρ’ς!»)
Το 1905 πληροφορούμαστε ότι οι πλούσιοι της πόλης, ανεξαρτήτως φύλου αν και απολάμβαναν τα μπάνια τους χωριστά, πήγαιναν την ίδια ώρα στην παραλία, ενώ οι άνδρες των λαϊκών τάξεων το πρωί και οι γυναίκες τους το βράδυ — υπήρχαν μάλιστα και κατάλληλες βάρκες για τα αβαθή, μέχρι και το 1900, νερά του καναλιού, που έκαναν ειδικά δρομολόγια από και προς την αμμουδιά για να τους εξυπηρετήσουν. Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε ότι: «Όλοι οι νέοι καθώς και τα περισσότερα κορίτσια από τις πιο εύπορες τάξεις ξέρουν κολύμπι αντίθετα με τους γέρους και την πλειοψηφία των γυναικών δεν ξέρουν να κολυμπήσουν».
Λίγες δεκαετίες μετά, ο χωρισμός των φύλων έγινε στην πράξη παρελθόν και η αμμουδιά του Κάστρου, προς φρικίαση των συντηρητικών συμπολιτών μας, μετατράπηκε σε μπεν-μιξτ γύρω στο 1925 — πάντα κατά τις προφορικές μαρτυρίες. Μάλιστα, μαζί με αυτήν της Κέρκυρας υπήρξαν, απ’ ότι φαίνεται, οι πρώτες μικτές στην Ελλάδα, πριν ακόμη και της Αττικής, στην οποία έγινε νόμιμη η συνεύρεση των δύο φύλων στις αμμουδιές με διάταγμα του 1927.
Τα μπάνια αυτά είχαν και τη λογοτεχνική τους αποτύπωση στο διήγημα της Ανδρομάχης Φιλιππα-Χαριτωνιδου, «Η ευγένεια της Μπιρμπίλαινας», στοΗθογραφίες Λευκαδίτικες, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2010, σ. 91. Εκεί η ηρωίδα μας απευθυνόμενη σε μια άλλη γυναίκα τη ρωτά:
«Πες μου κυρά Μπιρμπίλω! Κυρά Περπέρω! Πες μου ποιος; Μήπως είναι κανένας από κείνους που διημερεύεις στην αμμουδιά; Εσύ, εσύ να μιλείς, που όσα γουδέρησες εσύ, σε μια βδομάδα, δε θα γουδέρω εγώ σε όλη μου τη ζωή; Τι γίνεται και δεν είσαι στη μέση; Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα, μπάνια, πλαζ, λεμβοδρομιες, προσκλήσεις, χοροί, βαρκαρολες, εκδρομές σε στεριές και θαλασσες…»
Αν και το διήγημα δημοσιεύθηκε το 1935 η συγγραφέας είναι βέβαιο ότι ανέσυρε την ιστορία από τα χρόνια της παραμονής της στη Λευκάδα (ως το 1919) ή έστω από πληροφορίες συντοπιτών της μετά από την παραπάνω χρονολογία.
Από τότε, οι Λευκαδίτες και οι Λευκαδίτισσες δεν σταμάτησαν ποτέ τα μπάνια τους στις αμμουδιές του Κάστρου και της Αμμόγλωσσας.
Οι παραλίες αυτές άδειασαν από λουόμενους και λουόμενες μόνο κατά την Κατοχή (τις χαίρονταν, λένε, οι Ιταλοί φαντάροι που στρατωνίζονταν στο Κάστρο της Αγίας Μαύρας και μάλιστα, σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, μαζί με κάποιες ντόπιες μορόζες-ερωμένες τους). Επίσης, άδειασαν στα πέτρινα χρόνια του Εμφυλίου — πού να βρεθεί το κέφι και η χαρά…
Από το 1950 και μετά ξανάρχισε η αμμουδιά να γεμίζει με κόσμο κάθε ηλικίας, που έφτανε εκεί με κάθε μέσο: Ποδαράτοι ή με ποδήλατα, με μονόξυλα και πριάρια και οι λίγοι προνομιούχοι με τα δικά τους αυτοκίνητα ή με τα ταξί της εποχής, ενώ μεγάλο σουξέ σημείωσαν οι βενζινάκατοι που μετέφεραν τις οικογένειες από τον Πόντε του Μόλου στα Σκαλιά του Κάστρου, στα οποία έδιναν «παράσταση» οι νεολαίοι της πόλης με τις βουτιές «πόμπες» και «κοφινέτα», οι οποίες σήκωναν «αίρεση» στους σοβαρούς μας συμπολίτες (που είχαν ήδη ξεχάσει ότι έκαναν κι αυτοί τα ίδια και χειρότερα στη νεότητά τους…), αλλά και στις μανάδες, που δεν έβρισκαν ησυχία μέχρι να αποβιβαστούν αυτές και τα παιδιά τους: «Ωωωώ για δες τσ’ μούλ’ς σκέδγιααά!»
Στο διάβα των δεκαετιών που πέρασαν, η παραλία του Κάστρου παρέμεινε ελεύθερη, διαταξική, λαϊκή και σημείο αναφοράς των Λευκαδιτών και των Λευκαδιτισσών, χωρίς αποκλεισμούς λόγω πολιτικών πεποιθήσεων ή οικονομικής θέσης. Στην ίδια θάλασσα κολύμπησαν όλοι και όλες, στον ίδιο ήλιο λιάστηκαν, στην ίδια αμμουδιά ξάπλωσαν και κοινωνικοποιήθηκαν: Κι αυτός με το μπανιερό του κουτιού, κι εκείνος με το τρύπιο, και το παιδί που μάθαινε κολύμπι με τα μπρατσάκια, και το παιδί που έκανε το ίδιο με τη σαμπρέλα του αυτοκινήτου…
Δεν έλειψαν μάλιστα ποτέ, αν και μετρημένοι στα δάχτυλα, οι χειμερινοί κολυμβητές που κράτησαν ζωντανή την παραλία ολοχρονίς.
Για την πιο κοντινή στην εποχή μας ιστορία των μπάνιων στο Κάστρο δεν θα επεκταθώ, αφού ο σκοπός του άρθρου αυτού, λόγω των καινοφανών καταστάσεων, δεν είναι δυστυχώς η ιστορική αναδρομή. Πολλά και σημαντικά μπορεί κανείς να διαβάσει για την ιστορία τους στο ωραίο και διαφωτιστικό κείμενο του κ. Νίκου Βαγενά (στο βιβλίο τουΠάτρια Ίχνη, εκδ. fagotto, σ. 177-184), ενώ οι μνήμες των μπάνιων, του Περιπτέρου-ντισκοτέκ κ.λπ., είναι ολοζώντανες στους περισσότερους από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες τούτου του άρθρου, οπότε κάθε αναφορά σε αυτές θα έμοιαζε πλεονασμός.
Να συμπληρώσω μόνο ότι από τη δεκαετία του 1970 στην αρχή «δειλά» και από το 1980 και μετά «συστηματικά», αναιρέθηκε στην πράξη ένας ακόμη διαχωρισμός, ο τελευταίος: Αυτός που ήθελε την αμμουδιά αποκλειστικό άντρο των κατοίκων της πόλης, αφού έγινε πια κοινό κτήμα και για τους Λευκαδίτες των κοντινών χωριών, αλλά και των συμμαθητών μας από την Περατιά και την Πλαγιά, φυσικά και για τους τουρίστες που λίγοι στην αρχή, περισσότεροι στη συνέχεια, άρχισαν να αριβάρουν. Ο ερχομός των τελευταίων σήμαινε και την απαρχή και εν συνεχεία την ολοκληρωτική κυριαρχία της οικονομίας του τουρισμού, που έφερε κοσμογονικές αλλαγές ανατρέποντας τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, τη σχέση του ανθρώπου με τη γη και την ιστορία του, οδηγώντας πέρα από τα ορατά οφέλη του και πάλι την οικονομία σε ένα άλλο είδος μονοκαλλιέργειας και εξάρτησης.
Το φυσικό περιβάλλον της αμμουδιάς επιβαρύνθηκε αρχικά με την ανέγερση του εργοστασίου του ΤΑΟΛ, σε χώρο που αγόρασε γι’ αυτόν το σκοπό από το Δημόσιο και από ιδιώτη ― αναγκαίο κακό σε μια εποχή που η οικονομία του νησιού εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη γεωργία, καθώς οι συνεταιριστές θέλησαν να εκμεταλλευτούν όλες τις οικονομικές δυνατότητες που τους πρόσφερε η θέση τη συγκεκριμένη περίοδο. Πταίσμα αρχιτεκτονικό σε μια εποχή που το φυσικό περιβάλλον του νησιού παρέμενε αλώβητο και η οικολογική και αισθητική καταστροφή δεν υπήρχαν καν στο λεξιλόγιο της εποχής… Με τον ξεπεσμό του Συνεταιρισμού και της αγροτικής παραγωγής, και με το σταμάτημα της λειτουργίας του εργοστασίου και την «εξαφάνιση» του εξοπλισμού του, που του έδιναν μια όποια χροιά βιομηχανικού χώρου, το κτίριο απέμεινε κουφάρι άδειο.
Η κακοποίηση συνεχίστηκε το 1970 με την ανέγερση του Τουριστικού Περιπτέρου και των Καντινών, που ως στοιχεία μοντερνισμού(!;) φύτεψε η ανεξέλεγκτη χούντα μην υπολογίζοντας ούτε την φυσική ομορφιά, ούτε την τοπική αρχιτεκτονική, ούτε τον περιβάλλοντα αρχαιολογικό χώρο… Η ανέγερση στο σημείο αυτό ενός κτίσματος μεγάλης κλίμακας, στην είσοδο της πόλης και του νησιού, δεν ήταν καθόλου τυχαία για το δικτατορικό καθεστώς, αλλά μια δήλωση κυριαρχίας ― ένα κτίσμα που δέσποζε στον χώρο και κοίταζε αφ’ υψηλού ακόμη και το ίδιο το μεσαιωνικό κάστρο.
Και τα δύο κτίρια, αφού εκπλήρωσαν για κάποιο διάστημα τον σκοπό ανέγερσής τους, εγκαταλείφθηκαν, μαράζωσαν και αφέθηκαν έρμαια των φοβερών δυνάμεων της Φύσης, του μεγάλου δηλαδή ρυθμιστή της περιοχής: Αυτής που «γιώζει» και εξαφανίζει τα σίδερα και τα θέμελα, ριπίζοντας τα ανθρώπινα έργα τα χτισμένα στον άμμο. Ακόμη και τον μεγάλο αγγλικό φάρο, που αυτός ναι, αν έφτανε στις μέρες μας, θα ήταν μνημείο του τόπου άξιο διατήρησης και σημαντικότατο τοπόσημο, τον πήρε η τρικυμισμένη θάλασσα εν μία νυκτί στα 1891 και από αυτόν δεν απέμεινε ούτε η μνήμη του.
Θεωρώντας τον χώρο αδιάσπαστο, ενιαίο, αρχαιολογικό και φυσικό, που τον συναποτελούν το Κάστρο, τα κανάλια, οι λιμνοθάλασσες και οι αμμουδιές με την ιδιαίτερη πανίδα και χλωρίδα τους, χρονολογώ την έναρξη της καταστροφικής επέμβασης στην περιοχή στα 1936, όταν η δικτατορία του Μεταξά, έχοντας επίσης ως σημαία της λόγους οικονομικούς, αυτήν τη φορά της ενίσχυσης το Απομαχικού Ταμείου του Στρατού, κατεδάφισε «πάντα τα εν τω Φρουρίω της Αγίας Μαύρας ιστορικά οικοδομήματα», για να πουλήσει τα ξύλα και τις πέτρες τους ως οικοδομικό υλικό, εξασφαλίζοντας υπέρ του Ταμείου το φοβερό και τρομερό ποσό των 35.000 δραχμών της εποχής, στερώντας μας για πάντα σημαντικά ιστορικά μνημεία και αποκόβοντάς μας έτσι από το παρελθόν.(3)
Μα πέρα από τα μεγάλα και τα εξόφθαλμα, οι καταστροφές του χώρου στο όνομα της ανάπλασης τις τελευταίες δεκαετίες δεν είχαν τελειωμό. Όπως π.χ., τα σύγχρονα έργα, όταν ξήλωσαν την πλακόστρωση του 1900 στην Αμμόγλωσσα (η οποία ίσως να ήταν ακόμη παλιότερη — από τα χρόνια της αγγλοκρατίας, ενδεχομένως;), κι επίσης γέμισαν νταμαρόπετρες τη μικρή «σπιατζούλα» κάτω από τον Φάρο, αλλά και με τρεις βραχίονες (μακριές κοτρονοσειρές καλύτερα) τη θάλασσά της, δήθεν για να συγκρατήσουν τον άμμο ώστε να μην ξανακλείσει ο δίαυλος…
Κι απόμεινε έτσι η εικόνα της ντροπής για τον τόπο, τους κατοίκους και τις Αρχές του.
Κι αν μη τι άλλο, όταν ανεγέρθηκαν τα κτίρια του ΤΑΟΛ, του Τουριστικού Περιπτέρου και των Καντινών, δεν υπήρχε η διεθνής και εγχώρια εμπειρία της ανεπανόρθωτης καταστροφής του φυσικού τοπίου, της ισοπέδωσης του πολιτισμικού χώρου, της παραγκώνισης της τοπικής αρχιτεκτονικής, της καταπάτησης των κοινόχρηστων χώρων στο όνομα της ανάπτυξης, που οδηγεί αργά η γρήγορα στην υποβάθμιση μιας περιοχής και στον κοινωνικό και οικονομικό της θάνατο.
Η καταγεγραμμένη καταστροφή στην Ισπανία, τη Μάλτα, την Τουρκία, την Ινδία, τη Λατινική Αμερική — παντού… Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος. Και στην Ελλάδα, βέβαια, ο κατάλογος είναι μακρύς και τα τελευταία χρόνια διαρκώς μακραίνει.
Η αδηφάγα τουριστική βιομηχανία λειτουργεί ακριβώς έτσι: Βρίσκει μια περιοχή μοναδικής ομορφιάς, τη διαφημίζει, τη γεμίζει κτίσματα και λύματα, την καταστρέφει, την αποσυνδέει από τον κοινωνικό της περίγυρο, την ξεζουμίζει όσο περισσότερο μπορεί, κι αφού ολοκληρώσει το έργο της ψάχνει μια άλλη ανέγγιχτη περιοχή για να επαναλάβει τα ίδια.
Το είδαμε, το βλέπουμε και στη Λευκάδα. Δίπλα μας είναι το Κάθισμα, το Πόρτο Κατσίκι και ο Μύλος: Αυτόν τον ανέλεγκτο εφιάλτη θέλουν να μας επιβάλλουν κι εδώ;…
Εμείς, πάντως, την παραλία του Κάστρου δεν την εγκαταλείψαμε πότε, ούτε κι όταν έγινε «ιν» κι αυτή του Άι-Γιάννη, ούτε ακόμη-ακόμη κατά τη διάρκεια της πολύχρονης και πολυδάπανης διάνοιξης του Αυλακιού, που μετέτρεψε την περιοχή σε εργοτάξιο κι εστία μόλυνσης («Πού πας ψ’χή μ’, κιό θα βγάλ’ς λέπια απ’ τα πετρέλαια!») και, ανάμεσα στ’ άλλα, γέμισε με νταμαρόπετρες τη θάλασσα και σώριασε βουνά τον άμμο στη Γύρα, ασχημονώντας στο τοπίο και γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων την προστατευόμενη περιοχή Νατούρα…
Για δε τον συν τω χρόνω όλο και χειρότερο ερειπιώνα στα νώτα της, αναμέναμε τα αυτονόητα από τους θεσμικά αρμόδιους, αλλά γι’ αυτούς πέρα έβρεχε…
Και την παραλία που την αγαπήσαμε και την αγαπάμε, την κρατήσαμε ο καθένας και η καθεμιά μας όσο μπορούσαμε βιώσιμη: Και τα σκουπίδια των ασυνείδητων παραθεριστών μαζέψαμε και στη θέση τους βάλαμε τους τελευταίους όσο μπορούσαμε.
Και ω του θαύματος! Η χρόνια εγκατάλειψη της περιοχής από τις Αρχές έγινε αίφνης το σύνθημα των αρχόντων για την παράδοση της! Πονάει κεφάλι — κόψει κεφάλι, λοιπόν! Όχι πια λουόμενοι σε μια δημόσια παραλία (σε εγκατάλειψη) αλλά πελάτες μιας ιδιωτικής…
…
Πρέπει να το τονίσουμε: η άσχημη εικόνα της περιοχής οφείλεται στις ανθρωπογενείς επεμβάσεις στο φυσικό τοπίο και στην εγκληματική αδιαφορία της Πολιτείας και μόνο, κι όχι στην έλλειψη τους…
Η φύση κάνει καλά τη δουλειά της, οι άνθρωποι συχνά όχι…
Μετά από εκατό και πάνω χρόνια η μεγάλη αμμουδιά του Κάστρου και η θάλασσά της, απαιτείται ως άλλη γη και ύδωρ από αυτούς που θα την «αναπτύξουν» τσιμεντώνοντάς την, γεμίζοντάς την ομπρελοξαπλώστρες, ηχεία για όσους έχουν το χρήμα αλλά και τη νοοτροπία της υπερκατανάλωσης και του ναρκισιστικού εγωκεντρισμού. Μια παραλία ενοίκων…
Και για τα κτίρια και τον περιβάλλοντα χώρο τι να πρωτοπούμε; Πόσοι νόμοι θα καταπατηθούν και πόσα μάτια θα αλληθωρίσουν για να περάσουν τα τερατουργήματα, και πόσα «επισπεύσατε τις διαδικασίες»;
Και πόση αμετροέπεια κρύβει η δήλωση ότι ένα μπουτίκ-χοτέλ και οι ομπρελοξαπλώστρες θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση της εικόνα του Κάστρου, που μετρά εφτακόσια χρόνια ζωής, από ένα κτίσμα το οποίο δεν ξέρουμε αν θα στέκεται εκεί στα επόμενα πενήντα;
Και ποια εμπιστοσύνη να έχουμε στους όποιους άρχοντες του τόπου για τα μελλοντικά εχέγγυα, όταν μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγονται τόσα και τόσα;
Κι όταν ακούμε συνέχεια για τα απίστευτα ποσά που διαφημίζονται στους εθνικούς και τοπικούς προϋπολογισμούς ώστε να εκτελεστούν έργα φαραωνικά (κι αχρείαστα) και αναπλάσεις, όταν ακούμε για την εκμετάλλευση τόσων και τόσων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, πώς να μη είμαστε τουλάχιστον σκεπτικοί για τον λόγο που δεν αναζητήθηκαν ή δεν δόθηκαν ψιχία, έστω, των παραπάνω για την πιο εμβληματική και ιστορική παραλία της πόλης μας;
Και αν γίνει το έργο και μας εκπολιτίσουν εν τέλει εμάς τους απολίτιστους κι οπισθοδρομικούς Επτανησιους και αναπτυχθούμε βρε αδελφέ κι εμείς, πώς θα αντέξει η πόλη και η κοινωνία της μια τέτοια συλλογική ήττα, πώς θα διαχειριστεί τη νέα κατάσταση και πώς τους υπεύθυνους που μας έφτασαν ως εδώ;
Και πού θα κρυφτούν οι ηλικιωμένοι, οι οικογένειες, τα παιδιά, οι μη έχοντες αλλά και οι έχοντες όσοι αγαπούν τη φύση — και οι τελευταίοι είναι πολλοί μα πάρα πολλοί, πιστέψτε με; Η μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή των ντόπιων και των επισκεπτών; Σε όσους δηλαδή θα απαγορευτεί εκ των πραγμάτων η πρόσβαση;
Μετά από 100 και πάνω χρόνια, στην παραλία στην οποία αναιρεθήκαν στην πράξη οικονομικοί και ταξικοί διαχωρισμοί και διαχωρισμοί φύλου, που λειτούργησε συνάμα και ως κοινωνικός χώρος ψυχαγωγίας, ως χώρος συνεύρεσης και σύσφιξης της κοινότητας, επιχειρούνται νέοι διαχωρισμοί.
Τα τριάντα αργύρια του τουρισμού περιμένουν…
Εκεί που μέχρι τώρα δικαιωματικά κι αυτονόητα απολαμβάναμε ελεύθεροι κι ελεύθερες τη θάλασσα και τον άμμο της, τώρα θα πρέπει λέει να πληρώνουμε, αν φυσικά μας δεχτούν οι νέοι παραλιάρχες, γιατί μπορεί πέρα από το χρήμα και τη διάθεση να μην έχουμε και το απαιτούμενο σαβουάρ-βιβρ, με αποτέλεσμα να τους ενοχλούμε οπτικά κι αισθητικά. Κι ας πάνε περίπατο η φύση και η ιστορία.
Εκείνη, μάλιστα, η δήλωση ότι έχει προβλεφθεί να υπάρχει ελεύθερος χώρος και για μας, (!) δεν είναι τίποτε άλλο παρά τονισμός, επισήμανση και παραδοχή ότι ο υπόλοιπος θα είναι είτε έτσι είτε αλλιώς σκλαβωμένος.
Ας μην γίνουμε, π.χ., σαν τη μακρινη μας Ανατολή, στις χώρες της οποίας οι κάτοικοι είναι αποκλεισμένοι από τις αμμουδιές, που μπορούν να τις χαίρονταιμόνοοι έχοντες ντόπιοι και ξένοι…
Ας μην παραδώσουμε κι αυτή την αμμουδιά μας στη ρύπανση (φωτορύπανση, ηχορύπανση, των λυμάτων των καφέ, του εστιατορίου, του μπαρ, του πεντάστερου).
Ας μην επιτρέψουμε να γίνει το νησί μας ένας ανεξέλεγκτος τσιμεντώνας, ένα ατελείωτο πάρκινγκ, οι δρόμοι του σε κυκλοφοριακό κουμφούζιο, οι ακτές του ένας ατελείωτος στρατός πλαστικού και οι κάτοικοί του αποκλεισμένοι από τις χάρες του.
Ας αναλογιστούμε τη βιωσιμότητά του και την εξέλιξή του όχι κοντόθωρα, μα μακροπρόθεσμα, αν θέλουμε ένα ποιοτικό παρόν και φυσικά μέλλον.
Ας αναλογιστούμε ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο από ένας μικρός κρίκος στην αλυσίδα του χρόνου κι ότι οφείλουμε και στους επόμενους. Ο στρατηγός Σουμίλας, ο φύλακας της εισόδου του νεκροταφείου μας στον πάλαι ποτέ κάμπο, όταν καλεί τις κλάσεις των τεθνεώτων, τονίζει, κυρίως σε όσους νόμιζαν το αντίθετο, ότι μόνο δύο μέτρα γης τους ανήκουν (κι αυτά μάλιστα πρόσκαιρα) αλλά και η υστεροφημία τους.
Οι πολιτισμένες χώρες και οι λαοί, έχοντας διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος, γιατρεύουν τις πληγές και προστατεύουν τους τόπους τους. Και από τούτο είναι όλοι κερδισμένοι.
Ας διδαχτούμε από τη διεθνή εμπειρία. Η επιστημονική βιβλιογραφία και οι μελέτες γι’ αυτό το θέμα είναι αμέτρητες.
Επαναλαμβάνω ότι εκατό και πάνω χρόνια η μεγάλη αμμουδιά του Κάστρου είναι δεμένη άρρηκτα με τα μπάνια των κατοίκων της πόλης και όχι μόνο…
Εκεί κολύμπησαν οι προπάπποι και οι προγιαγιάδες μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, οι γονείς μας, εμείς, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, εκεί μάθαμε μπάνιο, εκεί μεγαλώσαμε, σε αυτήν όσοι φύγαμε μακριά κι όσοι μείναμε στον τόπο γυρνούμε χρονιά τη χρονιά κάθε καλοκαίρι.
Και προσθέτω ακόμη μια θύμηση ― κοινή φαντάζομαι σε πολλούς και πολλές που διαβάζουν τούτες τις γραμμές: Όταν ήμασταν μικροί και μας έπαιρναν οι γονείς μας για το μπάνιο, οι γείτονες και γειτόνισσες που δεν μπορούσαν λόγω ηλικίας να πάνε στη θάλασσα της νιότης τους, μας έλεγαν παρακλητικά: «Θα κάμεις μια βουτιά και για μένανε, ε ψ’χή μ’;» Κι όταν επιστρέφαμε και τους λέγαμε ότι εκάμαμε μια βουτιά και γι’ αυτούς, χαίρονταν που τους θυμόμασταν. Αφήστε μας, λοιπόν, ω άρχοντες, να το ζητήσουμε κι εμείς από τα παιδιά, όταν δεν θα έχουμε πια ανάκαρα να φτάσουμε μέχρι εκεί, ώστε αργότερα κι αυτά όταν μεγαλώσουν να μπορούν να το ζητήσουν από τα παιδιά των παιδιών τους.
Έκκληση, παράκληση κι απαίτηση συνάμα σε όσους διαχειρίζονται τα του τόπου: Μην πριονίζετε το κλαρί που όλοι καθόμαστε…
Όσο για τον καθένα και καθεμία από μας, τόσο τους «πληβείους» στο μέτρο που μας αναλογεί όσο και από τους πρόσκαιρους «άρχοντες»-διαχειριστές του τόπου, η θέση που παίρνουμε στο θέμα αυτό θα γραφτεί στη ζυγαριά της ιστορίας. Το ναι, το όχι μα και η σιωπή που πάντα γέρνει ―θελημένα ή άθελά της― προς την πλευρά του οικονομικά δυνατού…
ΠΑΡΑΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ
ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
1. Χρόνια τώρα που επανέρχομαι στις δυτικές θάλασσες και στις αμμουδερές παραλίες του γενέθλιου τόπου μας, αυτές που γλύτωσαν από την τουριστική επέλαση, στον μοναδικό αυτό συνδυασμό των τυρκουάζ νερών και της ασπρουδερής άμμου που γέννησαν οι σεισμοί και σμίλεψε ο χρόνος και τα στοιχειά της φύσης, έχοντας πια ταξιδέψει σε όλη τη νησιωτική Ελλάδα και πολύ στο εξωτερικό, διακρίνοντας τη μοναδικότητα του συνδυασμού αμμουδιάς και θάλασσας, σιγοψιθυρίζω την κατακλείδα της «Ξανθούλας», του μεγάλου μας ποιητή, σαν να την έγραψε ειδικά γι’ αυτές …
2.Μαρτυρία για τα μπάνια των βρετανών στο Ιόνιο αποτελεί κι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Σολωμού, Ο πόρφυρας, που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό στην Κέρκυρα επί Προστασίας, στην κατασπάραξη από πόρφυρα, καρχαρία, νεαρού Άγγλου στρατιώτη ο οποίος έκανε νυχτερινό μπάνιο κάτω από τα τείχη του φρουρίου τον Ιούνιο του 1847.
3.Ανατρέχοντας στα παλιά φύλλα των εφημερίδων, πάντα εντυπωσιαζόμουν για τις λίγες αναλογικά γραπτές δηλώσεις αντίδρασης και διαμαρτυρίας απέναντι σε έργα που ήταν βέβαιο ότι θα αποτελούσαν τροχοπέδη για τον τόπο και την πλειοψηφία της κοινωνίας της, και πάντα στεκόμουν στο γεγονός ότι κάποιος κατέθετε τη διαφωνία του γι’ αυτά, όπως, π.χ. για την ανέγερση των φυλακών στην ανθυγιεινή βαλτώδη περιοχή των Βαρδανιών το 1900, την κατεδάφιση του θεάτρου της Λευκάδας το 1924 και την κατεδάφιση του Μαρκά το 1930. Ο φόβος και το αίσθημα επιβίωσης σε ένα μικρό τόπο, ιδιαίτερα σε ταραγμένες εποχές, λειτουργούσε πάντοτε για τους πολλούς ως κώδικας σιωπής.
Πριν πολλές δεκαετίες, ρωτώντας έναν γηραιό υπερσυντηρητικό άρχοντα του τόπου μας για το θέμα αυτό, μου απάντησε ότι οι ίδιοι ως άνθρωποι της εξουσίας, ως ομοτράπεζοι, δεν μπορούσαν να στραφούν ενάντια στους όμοιους τους, παρά μόνο αν συγκρούονταν τα συμφέροντά τους, ενώ ποτέ δεν τους έλειψαν οι «αφεντόπιστοι», οι οποίοι αποτελούσαν τα ηχεία τους και τους υπερασπιστές τους, χαιρόμενοι που τους καταδέχονταν οι αφέντες στην παρέα τους, κορδωνόμενοι γι’ αυτό στον κοινωνικό περίγυρο σαν διάνοι κι αναμένοντας συχνά κάποιο κομματάκι από την πίτα για τις εκδουλεύσεις τους. Τους τελευταίους, μάλιστα, ο Δήμος Μαλακάσης μού ανέφερε ότι οι παλιοί Λευκαδίτες τους ονόμαζαν επίσης «αγλειφιτζούρ’δες». Να πώς βρήκα τότε δύο από τις ακατάγραφες αλλού λέξεις για το Λεξικό που συντάσσω!
Πηγή: Άρωμα Λευκάδας
Περισσότερες δημοσιεύσεις από τονΒασίλη Φίλιππα ΕΔΩ