Σε προηγούμενο κείμενό μας για την παγκόσμια κρίση της καπιταλιστικής παραγωγής και τις αιτίες της αναφέραμε ότι:
«όσο τα κέρδη των αφεντικών παραμένουν στάσιμα ή μειώνονται, η κρίση συνεχίζεται. Αυτά ακριβώς τα κέρδη που προήλθαν από τον ιδρώτα και το αίμα των εργαζομένων όλης της γης, από την απλήρωτη εργασία τους, μια διέξοδο έχουν στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή: την καταστροφή της ίδιας της εργασίας, των ανθρώπων της, του υλικού και έμψυχου πλούτου των λαών. Για τους κεφαλαιοκράτες αυτός ήταν και είναι ο δρόμος είτε με τον κορονοϊό είτε χωρίς αυτόν.»
Οι κρίσεις αυτές του κεφαλαίου δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά κανονικότητα στον καπιταλισμό και βέβαια δεν ξεσπούν μια στο τόσο αλλά πολύ τακτικά. Κοινός τρόπος για την αντιμετώπισή τους, για την ανάκαμψη των κερδών, από τους κεφαλαιοκράτες και τις κυβερνήσεις τους είναι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Σε κάθε όμως χώρα, ανάλογα με τη θέση της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα η αύξηση αυτή διαφέρει στην μορφή και στο μέγεθος.
Ειδικά στη χώρα μας, από το ξέσπασμα της κρίσης των προηγούμενων δέκα χρόνων ως σήμερα, η κύρια μορφή αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης ήταν η ολοένα μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης:
Η πληρωμή της πολύ πιο κάτω από την αξία της. Έτσι είδαμε την τιμή της εργατικής μας δύναμης, τον μισθό μας, να κατρακυλά μεταξύ 546-492 ευρώ. Όταν όμως βγαίναμε στην αγορά για να αγοράσουμε τα απαραίτητα για να την συντηρήσουμε, δεν ξέραμε από πού να κόψουμε: από τα βασικά καταναλωτικά αγαθά; Από τη θέρμανση; Από το νοίκι; Από το ρουχισμό; Από τις ανάγκες των παιδιών; Βλέπαμε ότι για να ανταποκριθούμε στις μηνιαίες- ετήσιες ανάγκες μας χρειάζονταν πολύ περισσότερα, αν όχι τα διπλάσια.
Έτσι μέσα σε μια δεκαετία καθημερινά «πουλούσαμε» ένα εμπόρευμα για το οποίο πληρωνόμασταν τα μισά. Όταν όμως φτάναμε εμείς στα ταμεία να πληρώσουμε δεν αφήναμε μισά λεφτά για ό,τι αγοράζαμε. Και αν το κάναμε κανείς δεν θα μας χαμογελούσε στην έξοδο. Το μοναδικό λοιπόν εμπόρευμα που πληρώνεται κάτω από την αξία του στην χώρα μας είναι η εργατική μας δύναμη.
Αυτό το εμπόρευμα των εμπορευμάτων, που χωρίς αυτό δεν μπορεί να κουνηθεί το παραμικρό γραναζάκι της οποιαδήποτε επιχείρησης, ήταν και είναι το πιο «σκοτωμένο» σε τιμή. Κι αν για το σύνολο της εργατικής τάξης, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, αυτό σημαίνει χειροτέρευση των συνθηκών ζωής ως πλήρη εξαθλίωση, για τα αφεντικά σημαίνει κέρδη. Όλες οι επιχειρήσεις στη χώρα μας που αυγάτισαν τα κέρδη τους στην δεκαετία με νόμιμο- δηλωμένο τρόπο, σ’ αυτό κυρίως βασίστηκαν. Για αυτό εξάλλου ο νόμος Αχτσιόγλου- Βρούτση φρόντισε δίνοντας μια αύξηση στον κατώτατο μισθό να πάρει από άλλη μπάντα το πιο σημαντικό: να καταργήσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για το ύψος του. Από δω και στο εξής αποφασίζουν μόνο τα αφεντικά.
Όταν αποφασίζει το κεφάλαιο ανάλογα με τις ορέξεις του και τις ανάγκες του υπάρχει άραγε κάποιο όριο στην ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης; Κάποιο ηθικό όριο για το πώς θα επιβιώσει ο κοσμάκης; Έχει τελοσπάντων κάποιον ελάχιστο ανθρωπισμό το καπιταλιστικό σύστημα;
Η απάντηση μάς δίνεται σήμερα με την απειλή του κορονοϊού να είναι, όχι εχθρός αλλά, σύμβουλος επενδύσεων των αφεντικών. Και για τους τομείς στους οποίους πρέπει να κυλήσει το κεφάλαιο που έχει υπερσυσσωρευθεί από τους μονοπωλιακούς ομίλους (ψηφιακή τεχνολογία, υγεία, πράσινη ανάπτυξη) και για την ένταση και έκταση της αναδιάρθρωσης στη χώρα μας.
Είδαμε λοιπόν εν μέσω καραντίνας την παράταση ωραρίου των σουπερμάρκετ, μάλιστα με υπουργική απόφαση εξπρές. Οι ήδη ξεζουμισμένοι εργαζόμενοι έπρεπε να δουλέψουν ακόμη περισσότερες ώρες, η εργάσιμη ημέρα τους παρατάθηκε, ο χρόνος που δουλεύουν για τα κέρδη των καπιταλιστών αυξήθηκε. Οι ψευτοαυξήσεις που έγιναν σε κάποιους με μορφή μπόνους ως φιλοδώρημα για το ξεπάτωμα τους δεν αναιρούν το γεγονός αυτό: στα 1,5 δις επιπλέον τζίρου που έκαναν σε σχέση με τους αντίστοιχους περσινούς μήνες, κρύβεται η αύξηση των κερδών που πάτησε πάνω στην απλήρωτη δουλειά των εργαζομένων.
Βγαίνοντας από την καραντίνα βλέπουμε την αστική μας κυβέρνηση να κάνει ένα μεγάλο δώρο στη ντόπια κεφαλαιοκρατία: να επιβάλλει ως γενικό κανόνα την «μερική απασχόληση και την εκ περιτροπής εργασία». Αύξηση στην αύξηση της εκμετάλλευσης, περισσότερα τα κέρδη. Η τιμή της εργατικής δύναμης πέφτει από το μισό στο μισό του μισού. Η εργατική τάξη πίσω από αυτές τις τόσο «δόκιμες επιστημονικά» φράσεις καταδικάζεται στην ημιανεργία. Ο κάθε καπιταλιστής μπορεί με το ωρομίσθιο να ρουφήξει όση υπερεργασία (απλήρωτη δουλειά) θέλει ανάλογα με τη διάθεση του και τις ανάγκες των κερδών του. Μπορεί να φωνάξει τον εργάτη στο εργοστάσιο ή την βιοτεχνία να δουλέψει οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας, όσο χρειάζεται για να βγει η ανάγκη της παραγωγής μερικών ωρών ή μερικών ημερών που θα του εξασφαλίσει το μέγιστο κέρδος. Από τη μια τα μέσα συντήρησής μας μειώνονται στο μισό του μισού και από την άλλη όλη η ημέρα μας είναι υποταγμένη στην κυριαρχία του αφεντικού.
Η μορφή της ημιανεργίας, δεν είναι βέβαια καινούρια ούτε έχει να κάνει με τις ζημιές της εθνικής μας οικονομίας από την πανδημία. Αφενός η παραγωγή δεν σταμάτησε, και αφετέρου η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία έχει μπει στο τραπέζι των καπιταλιστών πολλές δεκαετίες πριν.
Στη χώρα μας ήδη από το 2000 δρομολογήθηκε η κατάργηση του σταθερού εργάσιμου χρόνου, του πενθήμερου-8ώρου που είχε με τόσο αίμα κατακτηθεί στον προηγούμενο αιώνα για να βάλει εμπόδιο στις ορέξεις των αφεντικών στην εκμετάλλευση και στα κέρδη τους από αυτήν. Οι «ελαστικές σχέσεις εργασίας» συνεχώς πλάταιναν ώσπου στα χρόνια της τελευταίας κρίσης η ίδια η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να παραδεχτεί το εντελώς προφανές:
«παρά την αύξηση της απασχόλησης από το 2014 και μετά, επί της ουσίας πρόκειται για ανακυκλούμενες θέσεις και μερικής απασχόλησης»
Έτσι που:
«παρά την αύξηση του ΑΕΠ στην μεταμνημονιακή εποχή έχουμε να κάνουμε με μια μακρά περίοδο «άνεργης ανάπτυξης».
Να λοιπόν που η ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό δεν έχει πάτο. Αν είναι τέτοιες οι ανάγκες του κεφαλαίου (μονοπωλιακού ή μη) μπορεί να φτάσει μέχρι τον πλήρη εκμηδενισμό της αξίας της εργατικής δύναμης, στον αφανισμό της ανθρώπινης ζωής, όπως και έγινε στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Γερμανία με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όπως και γίνεται στις σύγχρονες Μανωλάδες και στους Μαραθώνες.
Μόνο η εργατική τάξη με την οργάνωσή της μπορεί να λύσει τα δεσμά της εκμετάλλευσης και των κρίσεων που αυτή γεννά, με την όξυνση της πάλης της ενάντια στον ταξικό εχθρό, σε όλα τα μέτωπα. Από το μέτωπο της καθημερινής εκμετάλλευσης της δουλειάς της με διεκδίκηση σταθερού εργάσιμου χρόνου με αποδοχές που να καλύπτουν τα μέσα συντήρησής της, μέχρι το μέτωπο της συνολικής κυριαρχίας του κεφαλαίου στη ζωή της που βρυκολακιάζει από την απλήρωτη δουλειά της, μέχρι τη νίκη. Άλλος δρόμος για ανθρωπιά και δικαιοσύνη δεν υπάρχει.