Πρόκειται για τον Ουαλό Άρτσιμπαλντ Ντίκσον, καπετάνιο του πλοίου «Στάνμπρουκ». Το όνομα του Ντίκσον ήταν, μέχρι πρόσφατα, σχεδόν άγνωστο στην πατρίδα του στην Ουαλία αλλά πολύ πιο γνωστό στο ισπανικό λιμάνι του Αλικάντε.
Υπό τις φασιστικές δυνάμεις του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο, τα ισπανικά λιμάνια είχαν μπλοκαριστεί από ιταλικά καταδρομικά και γερμανικά ναζιστικά αεροσκάφη και τα πλοία που μετέφεραν εμπορεύματα από και προς τις δημοκρατικές περιοχές της Ισπανίας βρίσκονταν υπό τη συνεχή απειλή αεροπορικών επιδρομών από τις φασιστικές δυνάμεις.
Καθώς η σύγκρουση πλησίαζε στο τέλος, περίπου 500.000 είχαν πεθάνει και τα πράγματα πήγαιναν άσχημα για τον στρατό της δημοκρατικά εκλεγμένης Δημοκρατικής κυβέρνησης. Καθώς πλησίαζε στο λιμάνι του Αλικάντε, ο Ντίκσον προειδοποιήθηκε από έναν εθνικιστή καταστροφέα να μην εισέλθει στην πόλη. Το έκανε όμως έτσι κι αλλιώς στις 19 Μαρτίου 1939, χρησιμοποιώντας για κάλυψη τις κακές καιρικές συνθήκες. Στη συνέχεια, κι ενώ είχε καθυστερήσει για αρκετές ημέρες, αγκυροβόλησε στα ανοικτά των ακτών του Αλικάντε περιμένοντας το φορτίο του καπνού, των πορτοκαλιών και του σαφράν. Το φορτίο τελικά έφτασε στο λιμάνι, αλλά παράλληλα έφτασε και ένας τεράστιος αριθμός προσφύγων – χιλιάδες άνθρωποι που ήλπιζαν να σωθούν από τις φασιστικές δυνάμεις.
Πολλοί από τους πρόσφυγες ήταν στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού (συμπεριλαμβανομένων μελών των Διεθνών Ταξιαρχιών), αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν και συνδικαλιστές, πολιτικοί, ξένοι σύμβουλοι και γυναίκες και παιδιά όλων των ηλικιών. Ο Ντίκσον παρότι είχε εντολή από τους Βρετανούς ιδιοκτήτες του πλοίου του να εγκαταλείψει το λιμάνι και να μην παρέμβει (η Αγγλία είχε αναγνωρίσει ως επίσημη κυβέρνηση τους φασίστες εξάλλου), αψήφησε την εντολή. Αντ’ αυτού, διακινδύνευσε τη ζωή του για να σώσει όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε να μεταφέρει το πλοίο. Υπολογίζεται ότι 2.638 πρόσφυγες επιβιβάστηκαν στο «Στάνμπρουκ». Το πλοίο έφυγε από το Αλικάντε τη νύχτα, αποφεύγοντας το ναζιστικό πυροβολικό, κινούμενο στη Μεσόγειο με κατεύθυνση το γαλλικό λιμάνι του Οράν της Αλγερίας. Απόσπασμα του από επιστολή που έστειλε στην εφημερίδα «Sunday Dispatch» αναφέρει:
«Μεταξύ των προσφύγων υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός γυναικών και νέων κοριτσιών και παιδιών όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων με όπλα. Λόγω του μεγάλου αριθμού προσφύγων, ήμουν σε δίλημμα ως προς τη δική μου θέση, καθώς οι οδηγίες μου δεν ήταν να μεταφέρω πρόσφυγες, εκτός εάν είχαν πραγματική ανάγκη.
Ωστόσο, αφού είδα την κατάσταση των προσφύγων, αποφάσισα από ανθρωπιστική άποψη να τους ανεβάσω στο πλοίο.
Τελικά, στις 10.30 μμ επιβιβάστηκαν κι οι τελευταίοι πρόσφυγες και εγώ είχα εγκαταλείψει προ πολλού την ελπίδα ότι θα φορτώσω ποτέ το εμπόρευμά μου. Υπολόγιζα ότι βρίσκονταν περίπου 2.000 πρόσφυγες στο πλοίο. Όταν οι πρόσφυγες ήταν όλοι επάνω, ήταν πρακτικά αδύνατον να περιγράψω επαρκώς την εικόνα που παρουσίαζε το σκάφος μου· η πιο κοντινή περιγραφή είναι ότι έμοιαζε με τα ατμόπλοια των διακοπών στον Τάμεση, σε περίοδο διακοπών, όμως πολλές φορές χειρότερα. Ένα μεταγωγικό πλοίο που έφευγε από την Αγγλία φορτωμένο με στρατεύματα δεν μπορούσε να συγκριθεί με το σκάφος μου. Στην πραγματικότητα, σε όλη μου την εμπειρία στη θάλασσα περίπου 33 χρόνια, δεν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο και ελπίζω ότι δεν θα ξαναδώ ποτέ. Προφανώς, αυτή η μεγάλη βιασύνη να επιβιβαστεί όλος ο κόσμος στο πλοίο είχε να κάνει με μια φήμη ότι το μέρος θα βομβαρδιζόταν, ότι θα γινόταν μια μεγάλη αεροπορική επιδρομή. […] Μανούβραρα το σκάφος μου έξω απ’ το λιμάνι και ξεκίνησα το ταξίδι για το Οράν.
Είχαμε μόλις απομακρυνθεί από το λιμάνι όταν οι φήμες για τον βομβαρδισμό και την αεροπορική επιδρομή αποδείχθηκαν αληθινές – μέσα σε 10 λεπτά από την έξοδο μας από το λιμάνι έγινε ένας καταστροφικός βομβαρδισμός της πόλης και του λιμανιού· η λάμψη των εκρήξεων διακρινόταν αρκετά καθαρά απ’ το σκάφος μου και το σοκ των εκρήξεων μπορούσε σχεδόν να γίνει αισθητό.»
Λίγες μέρες αργότερα, το Αλικάντε έπεσε στους φασίστες. Οι υπόλοιποι πρόσφυγες συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν (αρχικά) σε ένα διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Κάμπο ντε λος Αλμένδρος, στο Αλικάντε. Πολλοί εκτελέστηκαν ή πέθαναν από λιμοκτονία, ασθένειες και εξάντληση από την καταναγκαστική εργασία. Όμως οι τυχεροί επιβάτες του «Στάνμπρουκ» έφτασαν με ασφάλεια στο Οράν – αν και στην αρχή δεν επιτράπηκε στο πλοίο να ελλιμενιστεί (η Αλγερία ήταν αποικία που ελεγχόταν από την «δημοκρατική» Γαλλία η οποία και αυτή είχε αναγνωρίσει ως επίσημη κυβέρνηση το Φράνκο). Μετά την απειλή του Ντίκσον ότι θα εμβολίσει το πλοίο στο λιμάνι, επιτράπηκε τελικά στους περισσότερους πρόσφυγες να αποβιβαστούν, ενώ οι άντρες επιβάτες στρατιωτικής ηλικίας τέθηκαν υπό κράτηση.
Σε λιγότερο από έξι μήνες μετά την εκκένωση του Αλικάντε, τον Νοέμβριο του 1939, το «Στάνμπρουκ» τορπιλίστηκε από ένα γερμανικό υποβρύχιο καθώς κατευθυνόταν από την Αμβέρσα στην Αγγλία. Όλο το πλήρωμα σκοτώθηκε, συμπεριλαμβανομένου του καπετάνιου Ντίκσον. Από τότε μνημονεύεται ως ήρωας στην πόλη. Ένας καπετάνιος που αψήφησε τις εντολές και χάρισε τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους γλιτώνοντας τους από την θηριωδία που ακολούθησε από τους ισπανούς φασίστες. Το 2014 εγκαταστάθηκε στην προκυμαία μια αναμνηστική προτομή του καπετάνιου για να τιμήσει τον ίδιο και το πλήρωμα του «Στάνμπρουκ». Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 30 Μαρτίου, 75 χρόνια μετά τον απόπλου του πλοίου απ’ το λιμάνι του Αλικάντε.
Στην Ελλάδα, στην Ισπανία αλλά και σε όλο τον κόσμο έχουμε χρέος οι νεότεροι να μην ξεχνάμε και να μνημονεύουμε όλες αυτές τις ηρωικές μορφές του προηγούμενου αιώνα έτσι ώστε να διδασκόμαστε και να εμπνεόμαστε για τον αγώνα ενάντια στη καπιταλιστική βαρβαρότητα σήμερα.