Το Λαϊκό Μέτωπο θρηνεί τον φυλακισμένο εθνικό ηγέτη του Μετώπου, τον μεγάλο διανοούμενο, στοχαστή και συγγραφέα, Walid Daqqah «Abu Milad».

Με τη μεγαλύτερη θλίψη, λύπη και επαναστατική οργή, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης θρηνεί, στο όνομα του Γενικού Γραμματέα του και του αναπληρωτή του, του Πολιτικού Γραφείου, της Κεντρικής Επιτροπής, των συναδέλφων του κρατουμένων και όλων των συντρόφων του στην πατρίδα και τη διασπορά, τον σύντροφό του, τον μεγάλο εθνικό ηγέτη του Μετώπου, τον κρατούμενο διανοούμενο, επαναστάτη στοχαστή και συγγραφέα Walid Nimr As’ad Daqqah «Abu Milad», 62 ετών, έναν από τους πιο εξέχοντες ηγέτες, θεωρητικούς και στοχαστές του κινήματος των κρατουμένων, ο οποίος πέθανε σήμερα το βράδυ, μετά από μακρά ασθένεια, ως αποτέλεσμα της τακτικής της ιατρικής αμέλειας.

Το Λαϊκό Μέτωπο απευθύνει στον σύντροφο ηγέτη, Γενικό Γραμματέα, Ahmed Saadat, στους συντρόφους στο τμήμα των φυλακών και το κίνημα των κρατουμένων, στην αγωνιζόμενη σύζυγό του, τη Sanaa, στην κόρη του Milad, σε ολόκληρη την οικογένειά του και όλους τους συντρόφους του, τα θερμά του συλλυπητήρια για το μαρτύριο αυτού του συντρόφου, αρχηγού και εμπνευστή, έναν από τους στρατηγούς της σταθερότητας και απ’ τους διακεκριμένους ηγέτες και συγγραφείς του έθνους και του Μετώπου που χάραξαν το όνομά τους με χρυσά γράμματα για όσα πρόσδωσε, με πλούσια αγωνιστική εμπειρία, σε πολλές γενιές αιχμαλώτων στις κατοχικές φυλακές.

Είχε μια πλούσια και διακεκριμένη πνευματική και λογοτεχνική εμπειρία που ήταν απαράμιλλη ως προς την επιρροή της στη ζωή των κρατουμένων, τα νοήματά της, την επαναστατικότητά της και τα κατορθώματά της. Υπήρξε ένα από τα πιο εξέχοντα σύμβολα της λογοτεχνίας των φυλακών. Είναι ο κοσμήτορας και ο πρώτος συγγραφέας, καθώς συνεισέφερε σημαντικές πνευματικές και λογοτεχνικές μελέτες στην παλαιστινιακή, αραβική και διεθνή βιβλιοθήκη. Παράλληλα, ο μάρτυρας Walid ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες εθνικούς ηγέτες και αιχμαλώτους του κατεχόμενου εσωτερικού που προχώρησε στην αντιμετώπιση των πρακτικών και των παραβιάσεων της κατοχής και συμμετείχε σε όλες τις μάχες του κινήματος των κρατουμένων.

Βιογραφία του Συντρόφου Διοικητή Walid Daqqah «Abu Milad»:

Γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1961. Κατάγεται από την πόλη Baqaal-Gharbiya, στην περιοχή της Χάιφα. Μεγάλωσε σε μια παλαιστινιακή οικογένεια αποτελούμενη από 6 αδέρφια και 3 αδερφές. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση στα σχολεία Baqaal-Gharbiya και έλαβε το απολυτήριο γυμνασίου το 1979 από το Γεωπονικό Γυμνάσιο Yimma. Εισήχθη στο πανεπιστήμιο και συνέχισε τις επιστημονικές και ακαδημαϊκές του σπουδές.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του άνθισαν οι απόψεις και η γνώση του για τα ζητήματα του λαού του και η βαθιά προσήλωσή του στην παλαιστινιακή εθνική του ταυτότητα.

Το 2010 απέκτησε πτυχίο στη διεπιστημονική μελέτη της δημοκρατίας και το 2016 πήρε μεταπτυχιακό στις περιφερειακές σπουδές, «Israeli Studies track» από το Πανεπιστήμιο Al-Quds, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την προετοιμασία του για το πτυχίο του PhD.

Εντάχθηκε στις γραμμές του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης το 1983 και προσχώρησε σε στρατιωτικό πυρήνα που συνδέεται με το Μέτωπο. Το 1984, έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση στις στρατιωτικές βάσεις του Μετώπου στη Συρία και στη συνέχεια συνέβαλε στη δημιουργία ενός μυστικού στρατιωτικού μηχανισμού για το Μέτωπο εντός του κατεχόμενου εσωτερικού, του οποίου αποστολή ήταν να συλλέγει πληροφορίες για σιωνιστές ηγέτες και αξιωματούχους που συμμετείχαν σε σφαγές στην εισβολή στον Λίβανο.

Ο μάρτυρας Walid και οι σύντροφοί του στον στρατιωτικό πυρήνα πραγματοποίησαν μια σειρά από επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής και της δολοφονίας του σιωνιστή στρατιώτη Moshe Tammam, με αποτέλεσμα ο ίδιος και μια ομάδα συντρόφων του να συλληφθούν και να καταδικαστούν σε ισόβια κάθειρξη. Ολοκλήρωσε την ποινή του τον Μάρτιο του 2023 αλλά προστέθηκαν επιπλέον δύο χρόνια στην ποινή του επειδή κατηγορήθηκε για λαθραία μεταφορά κινητών τηλεφώνων στις φυλακές.

Ήταν μεταξύ 23 κρατουμένων τους οποίους η κατοχή αρνήθηκε να απελευθερώσει σε όλες τις συμφωνίες ανταλλαγής. Η κατοχή τον απέσυρε επίσης από τη λίστα των αποφυλακισμένων μακροχρόνια κρατουμένων το 2013-2014.

Παντρεύτηκε τη δημοσιογράφο Sanaa Salameh στη φυλακή το 1999. Το 2011 με δημόσιο γράμμα εξέφρασε την επιθυμία του να κάνει μια κόρη την οποία θα ονομάσει Milad. Το κατάφερε το 2020, βγάζοντας λαθραία σπέρμα από τη φυλακή.

Θεωρείται ένας από τους πιο εξέχοντες κρατούμενους θεωρητικούς και στοχαστές εντός των κατοχικών φυλακών. Έχει πνευματικές και λογοτεχνικές παραγωγές που έχουν φτάσει σε διεθνές επίπεδο. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: «Η Διάλυση της Συνείδησης» και «Παράλληλος Χρόνος» και το μυθιστόρημα «Η ιστορία του μυστικού του λαδιού» που κέρδισε διεθνή φήμη και πολλά βραβεία, και συνεχίστηκε με το μυθιστόρημα «Η ιστορία του μυστικού σπαθιού», ένα δεύτερο μέρος, και αναμενόταν να εκδοθεί το τρίτο μέρος, «Η ιστορία του μυστικού του φάσματος».

Το βιβλίο του «Ορίζοντας ξανά τα βασανιστήρια (Redefining Torture)», θεωρείται μια από τις πιο εξέχουσες μελέτες του κινήματος των κρατουμένων. Μέσω αυτής της μελέτης, παρουσίασε τη σταθερότητα, την πειθαρχία, την οργανωτική δουλειά βάσης και τη δύναμη της θέλησης μέσα στις φυλακές. Επιπλέον, αποκρυστάλλωσε έννοιες που περιγράφουν την πραγματικότητα μέσα στις φυλακές, όπως η έννοια του «Παράλληλου Χρόνου» (δηλαδή, ο χρόνος των κρατουμένων έναντι του χρόνου εκείνων που βρίσκονται έξω από τις φυλακές), και έγραψε ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών, πνευματικών και λογοτεχνικών άρθρων και μελετών, και θεωρείται ένας πρώτης τάξης πολιτικός στοχαστής. Παρήγαγε μέσα στις κατοχικές φυλακές ένα τεράστιο πνευματικό εγχείρημα με το οποίο απάντησε σε όλα τα ζητήματα, ερωτήματα και υπαρξιακές αναρωτήσεις, όπως και ζητήματα για το απελευθερωτικό, ενισχύοντας την κριτική στον δρόμο του προς την αλήθεια για το εθνικό ζήτημα.

Υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, απομόνωση και σε απαγόρευση επισκεπτηρίων κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας κράτησής του, και τα γραπτά και οι δημοσιεύσεις του καταδιώκονταν από την Υπηρεσία Φυλακών.

Στις 18 Δεκεμβρίου 2022 ανακοινώθηκε ότι έπασχε από σπάνιο καρκίνο του μυελού των οστών, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Τον Ιούνιο του 2023, το αίτημά του για αποφυλάκιση απορρίφθηκε και το Κεντρικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης την έφεση που υπέβαλε κατά της απόφασης της επιτροπής.

Πέθανε σήμερα το απόγευμα από την τακτική της ιατρικής αμέλειας, μετά από σοβαρή επιδείνωση της υγείας του.

Καθώς το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης αποχαιρετά τον σύντροφό του, ηγέτη, στοχαστή, συγγραφέα και μεγάλο θεωρητικό του, δεσμεύεται να είναι πιστό στην εθνική, πνευματική και Μετωπική κληρονομιά του, μέσω της οποίας ανήγαγε την Παλαιστίνη και την απελευθέρωσή της σε πυξίδα του.

Δόξα στον μεγαλομάρτυρα της Παλαιστίνης και της ανθρωπότητας.

Θα είμαστε σίγουρα νικητές.

Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης

Κεντρικό Τμήμα Πληροφοριών

07/04/2024

* (Μετάφραση Prolet connect)

ΥΓ. Στη μνήμη του Walid Daqqah μεταφράστηκε απο τον Δαίμονα του Τυπογραφείου η παρακάτω ιστορία που είχε γράψει ο ίδιος, και η οποία θα κυκλοφορήσει σύντομα σε συλλογή κειμένων Παλαιστίνιων κρατουμένων απο τις ομώνυμες εκδόσεις.

θείε, δωσ’ μου ένα τσιγάρο | Walid Daqqah

Είναι πρωί κι ακούω το κουδούνισμα των χειροπέδων καθώς πλησιάζει ο δεσμοφύλακας. Τις ρίχνει στο τσιμεντένιο δάπεδο όπου βγάζουν έναν μεταλλικό ήχο. Υπάρχει ένα μάτσο απ’ αυτές που δένουν τα χέρια, κι ένα άλλο με μακρύτερη αλυσίδα, για να δέσουν τα πόδια. Είμαστε επτά κρατούμενοι, όμως υπάρχουν οκτώ ζευγάρια από το κάθε είδος.

Στέκομαι με τους άλλους στη μέση του μικρού προαυλίου που περιβάλλεται από κελιά. Προσπαθώ να ακουμπήσω σε έναν τοίχο. Έχω κουραστεί με τις μεταγωγές από φυλακή σε φυλακή από τότε που ξεκινήσαμε την απεργία πείνας. Συγκεντρώνω όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια και προσπαθώ να εισπνεύσω όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα, προετοιμαζόμενος για ένα ταξίδι που θα κρατήσει ώρες μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί που σύντομα μεταβάλλεται σε ανυπόφορο φούρνο.

Αφού ο δεσμοφύλακας μας έχει περάσει τις χειροπέδες, πηγαίνει προς την κλούβα. Και τότε ακούω μια φωνή που αναδύεται από το κελί που βρίσκεται πίσω μου: “Θείε, δωσ’ μου ένα τσιγάρο”. Κοιτάζω προσεκτικά μες το σκοτάδι του κελιού αλλά δεν μπορώ να δω κανέναν. Για μια στιγμή νομίζω ότι παραληρώ. Τότε, έρχεται ξανά από το κελί η φωνή, αυτή τη φορά πιο δυνατή και πιο απεγνωσμένη: “Θείε, θείε μου, δωσ’ μου ένα τσιγάρο”. Κοιτάζω ξανά στο κελί και απευθύνομαι στη φωνή.

“Πού είσαι;!”

“Εδώ. Εδώ κάτω!”

Σκύβω και κοιτάζω μέσα από τη σχισμή από την οποία οι κρατούμενοι παίρνουν το φαγητό ή βγάζουν τα χέρια τους για να τους βάλουν τις χειροπέδες πριν βγουν από το κελί. Βλέπω ένα παιδί, όχι μεγαλύτερο από δώδεκα χρονών. Ένα παιδί που μου ζητάει ένα τσιγάρο.

Δεν ήξερα τι να του πω. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να του δώσω τσιγάρο ή να του μιλήσω για τους κινδύνους του καπνίσματος, με τον τρόπο που το κάνουν οι ενήλικες στα παιδιά έξω από τη φυλακή. Οι ενήλικες… οι ενήλικες… Μου “σκάει” το γεγονός πως περιλαμβάνω τον εαυτό μου σ’ αυτή την κατηγορία. Και μόνο λόγω του ότι με είχε αποκαλέσει “θείο”. Είμαι ήδη τόσο γέρος;

Ξαφνικά τρομοκρατούμαι που μου απευθύνθηκε μ’ αυτό τον τρόπο. Ήταν η πρώτη φορά στα είκοσι έξι χρόνια της φυλάκισής μου που κάποιος μου μιλάει από μια τέτοια ηλικιακή απόσταση. Στη φυλακή δεν συνηθίζεται να απευθυνόμαστε κατ’ αυτό τον τρόπο ο ένας στον άλλο, με τιμητικές προσφωνήσεις που υποδηλώνουν την ηλικία μας. Ασχέτως της μεταξύ μας διαφοράς ηλικίας, όλοι απευθυνόμαστε στους άλλους ως “αδελφέ” ή “σύντροφε” ή -πιο πρόσφατα- “μαχητή”.

Σκέφτομαι το παιδί συναισθανόμενος τη λαχτάρα του για τσιγάρο. Αυτή η λαχτάρα δεν είναι για την ένταση της νικοτίνης αλλά για αυτό που το τσιγάρο υπονοεί. Είναι μονάχα ένα παιδί, τρομαγμένο μέσα στον σκληρό κόσμο της φυλακής, που θέλησε γρήγορα να γίνει άντρας. Στο μεταξύ, είναι τώρα επιθυμία μου να γυρίσω πίσω τον χρόνο ώστε να γίνω πάλι το παιδί, ή έστω ο νεαρός άντρας, που ήμουν όταν μπήκα στη φυλακή, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα.

Και οι δύο νιώθαμε φόβο. Εγώ ένιωθα φόβο για τον χρόνο που είχε περάσει. Εκείνος ένιωθε φόβο για τον χρόνο που δεν είχε ακόμα περάσει. Εγώ φοβόμουν για το παρελθόν κι εκείνος για το μέλλον. Εγώ ένιωθα φόβο που έζησα μια ζωή που κάηκε στη φυλακή, κι εκείνος φοβόταν για όσα δεν θα μπορούσε να κάψει το τσιγάρο που ήταν σφηνωμένο στα χείλη του. Το τσιγάρο μετατράπηκε σε κάτι άλλο όταν φύσηξε τον καπνό, το ίδιο κι εκείνος που τώρα ψήλωνε καθώς στεκόταν στις μύτες των δακτύλων του, σαν για να φαίνεται μεγαλύτερος από την πραγματική ηλικία του. Η λάμψη της κάφτρας έγινε ένα φανάρι στο χέρι του, που απόδιωχνε τη σκοτεινιά του κελιού, σκορπίζοντας τον φόβο του και τη μοναξιά του.

Δεν κάπνιζε αλλά προσπαθούσε να διαλύσει την εικόνα του παιδιού που τόσο ακλόνητα ήταν γραπωμένη πάνω του. Στον κόσμο της φυλακής, κατά πρόσωπο στη βαρβαρότητα των δεσμοφυλάκων του, η παιδικότητα είναι ένα βαρύ φορτίο. Γνωρίζοντας ότι είχε να αντιμετωπίσει χρόνια φυλακής, επιζητούσε να απαλλαγεί από την τρωτότητα και την αθωότητά του, τα οποία σαφώς δεν του χρειάζονταν πια˙ δεν είχαν καμία σημασία για τον δικαστή που τον καταδίκασε τέσσερα χρόνια.

Ο δεσμοφύλακας επέστρεψε, πήρε από το τσιμεντένιο δάπεδο το όγδοο ζευγάρι των χειροπέδων και σαν γάβγισμα είπε στο παιδί να βγάλει τα χέρια του από τη σχισμή της πόρτας. Το παιδί τα έβγαλε έξω, κρατώντας ακόμα το τσιγάρο. Ο δεσμοφύλακας του φώναξε να πετάξει το τσιγάρο κι ύστερα μουρμούρισε στα εβραϊκά, επικρίνοντας την εικόνα ενός παιδιού που καπνίζει. Ωστόσο, συνέχισε να του βάζει τις χειροπέδες, ανεπηρέαστος από το θέαμα αυτών των μικρών χεριών μέσα στα σίδερα. Επειδή οι καρποί του παιδιού ήταν πολύ λεπτοί, αποφάσισε τελικά να χρησιμοποιήσει τις χειροπέδες για να δέσει τα πόδια του αγοριού.

Όταν βγήκε από το κελί, έτοιμος για τη μεταγωγή, τον κοίταξα και τον φαντάστηκα σαν δικό μου γιο, που η μοίρα δεν θέλησε να φέρει στον κόσμο. Κάθε κομμάτι της ύπαρξής μου ήθελε να τον αγκαλιάσει. Μα καθώς αυτά τα πατρικά αισθήματα ανάβλυζαν από μέσα μου, ένιωσα μια σαρωτική επιθυμία να κλάψω. Έκρυψα όμως τα συναισθήματά μου. Δεν ήθελα να θρυμματίσω την εικόνα του άντρα που εκείνος ήθελε τώρα να γίνει. Βάδισα προς αυτόν, ώστε να του δώσω το χέρι όπως σε έναν σύντροφο, έναν συναγωνιστή, και να ρωτήσω:

“Πώς είσαι, μαχητή;”