Ο αγωνιστής Γ. Λαμπρινός (Μπαστουνόπουλος) γεννήθηκε το 1909 στη Σίτσοβα (Αλαγωνία), ορεινό χωριό του Ταΰγετου. Σε νεαρή ηλικία στρατεύεται στο κομμουνιστικό κίνημα, στο οποίο αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Παρατάει τη Φιλοσοφική Σχολή στο δεύτερο έτος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά με κείμενα του στην καλαματιανή εφημερίδα Θάρρος (1936) και αργότερα στα Νεοελληνικά Γράμματα (1939), στη Βραδυνή και στη Νέα Εστία με διηγήματα και άρθρα. Στη Φιλολογική Καθημερινή δημοσιεύει τις πρώτες μονογραφίες από τις «Μορφές του Εικοσιένα».

Το 1926 οργανώθηκε στο ΚΚΕ, συνελήφθη στο Γύθειο, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός και εκτοπίστηκε στη Σπάρτη. Το 1927 κρατήθηκε στη φυλακή για ενάμιση μήνα ύστερα από επεισόδιο. Παντρεύτηκε το 1936, εξορίστηκε από το μεταξικό καθεστώς στη Σίκινο και αργότερα νοσηλεύθηκε με φυματίωση. Ήταν ήδη μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Στην Κατοχή οργανώνεται στο ΕΑΜ, αναλαμβάνει τον τομέα καλλιτεχνών διανοουμένων του Κομμουνιστικού Κόμματος και του ΕΑΜ και εκδίδει πέντε τεύχη του παράνομου περιοδικού Νέοι Πρωτοπόροι.

Στη διάρκεια της Κατοχής οι «Μορφές του Εικοσιένα» πραγματοποιούν, λογοκριμένες, δύο εκδόσεις. Με τη δεύτερη να είναι αφιερωμένη στον «Νίκο μας», δηλαδή στον επαναστάτη κομμουνιστή αρχηγό του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη. Το βιβλίο επανεκδόθηκε μετά την Κατοχή (εκδ. «Ο Ρήγας», 1945) σε πλήρη μορφή και με ξυλογραφίες του Τάσσου. Αρχές του 1944 συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και βασανίζεται στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Αμέσως μετά την Κατοχή εκδίδει τη μελέτη «Μοναρχία στην Ελλάδα» («Ο Ρήγας», 1945) και «Tο δημοτικό τραγούδι» από τα Νέα Βιβλία (1947), αφιερωμένο στη μνήμη του δολοφονημένου Γιάννη Ζευγού στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει την καλλιτεχνική σελίδα του Ριζοσπάστη (1944-1947) και του Ρίζου της Δευτέρας και καθοδηγεί, από κομματικής πλευράς, το φιλολογικό περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, με διευθυντή τον Δ. Φωτιάδη.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου θα καταφύγει αρχικά στη Γαλλία και μετέπειτα θα βρεθεί στο βουνό ως αντάρτης του ΔΣΕ. Θα στελεχωθεί στην επιτροπή διαφώτισης του ΔΣΕ και θα επιμεληθεί πολλές εκδόσεις του Αρχηγείου του, ανάμεσα στις οποίες και την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα αλλά και το πόνημα «Μακρονήσι – το αμερικανικό Νταχάου στην Ελλάδα» με συλλογή μαρτυριών φαντάρων που βρέθηκαν στη Μακρόνησο και μετά προσχώρησαν στον ΔΣΕ. Το 1949 εγκλωβίζεται στα Τζουμέρκα από τον Μοναρχοφασιστικό Στρατό. Η υγεία του δεν του επιτρέπει να μετακινηθεί και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση σε μια μικρή καλύβα. Συνελήφθη μαζί με άλλους μαχητές και, ύστερα από δύο μέρες, εκτελέστηκε με το πρόσχημα ότι επιχείρησε να δραπετεύσει. Ιούλης του 1949. Θάφτηκε σε ομαδικό τάφο ανάμεσα στα Άγναντα και στα Πράμαντα στα Τζουμέρκα. Δεν βρέθηκε ποτέ ο τάφος…

Δημοσιεύουμε το 8ο κεφάλαιο με τίτλο «Το κλέφτικο τραγούδι» από το βιβλίο του «Το Δημοτικό Τραγούδι» (εκδ. Κέδρος, 1981). Ο αγώνας για ανεξαρτησία και για λυτρωμό του λαού συνεχίζεται…

***

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι IMG-fd37a2af8443431b5a45c70dadaa3109-V-986x1024.jpg

Το κλέφτικο τραγούδι

Το κλέφτικο τραγούδι ταιριάζει χρονικά μέ τήν κλέφτικη ζωή καί πάλη. Οἱ ἀγῶνες ὅμως τῶν κλεφτῶν καί τῶν ἀρματολῶν ἀπόχτησαν ὁμαδικό, μαζικό χαρακτήρα κι έπλασαν άγωνιστική παράδοση βασικά μέσα στον 18ον αιώνα. Η παράδοση τούτη φυσικά ερχόταν από τους προηγούμενους αἰῶνες ἀλλά ξεκομμένη κι ἀσχημάτιστη. Επρεπε νά ὡριμάσουν οἱ ἀντικειμενικοί όροι πού θά ἔδιναν τό ἀναγκαῖο καθολικό βάθος και πλάτος στούς ἀγῶνες γιά νά πλαστεῖ ἡ μεγάλη παράδοση πού ὁδηγεῖ στήν ψυχική ανάταση τοῦ λαοῦ, στο ἡρωικό πνεύμα καί στή δημιουργία ἐπικῆς ποιητικῆς ἀτμόσφαιρας. Καί τοῦτο ἔγινε μέσα στα 100 περίπου προεπαναστατικά χρόνια. Ὅλη ή κλέφτικη ποίηση, μέ λιγοστές εξαιρέσεις, χρονολογεῖται στήν περίοδον αὐτή. Τα στοιχεῖα ἦρθαν ἀπό τή μεσαιωνική λαϊκή ποίηση καί κατά πρώτο λόγο τήν ἀκριτική. Στο περιεχόμενο κληρονομήθηκε τό ἡρωικό πνεῦμα, ἡ ἐπική αντίληψη τῆς ζωῆς, στη μορφή ὁ δεκαπεντασύλλαβος. Αν ζούσε συγκροτημένο ἑλληνικό ἔθνος στο Μεσαίωνα, θά μᾶς κληροδοτούσε ατόφια τή λαϊκή ἀκριτική ποίηση. Μά τοῦτο ἱστορικά δεν μποροῦσε νά σταθεῖ κι ὅλες οἱ ἄλλες μαζί περιπέτειες τοῦ ἐλληνισμοῦ δέν ἄφησαν νά ζήσει ἡ ἀκριτική παράδοση στην καρδιά του νεώτερου ἑλληνισμοῦ παρά μονάχα ξεκομμένα ἐπεισόδια, ἀποσπασματικά, σάν ἀπηχήσεις ενός μακρινοῦ κόσμου πού ἔσβησε καί πάει, πέρασαν στο κλέφτικο τραγούδιπροσφέροντας τα πρώτα ποιητικά υλικά.

Ἔτσι σχηματίστηκε τό γεφύρι, πολύ αέρινο φυσικά, ανάμεσα στη μεσαιωνική καί τή νεώτερη λαϊκή ἡρωική μας ποίηση. Το νήμα της παράδοσης μόλις μπόρεσε να κρατηθεί.

Το κλέφτικο τραγούδι είναι ολοκληρωτικό δημιούργημα του νεότερου ελληνισμού, όταν συγκροτείται σε εθνότητα και μάχεται ν’ ἀποτινάξει από πάνω του τον ξένο τύραννο. Είναι το επικό τραγούδι της μάχης καί τῆς λαϊκῆς ἐπανάστασης. Δεν ξέρει τίποτα ἀπό τήν ἀρχαία Ελλάδα, δεν ξέρει τίποτα από τον μεσαιωνικόν ἀκριτισμό. Στοιχεία πέρασαν κι ἀπὸ τὴν πρώτη κι ἀπὸ τὸ δεύτερο, μά στη νεώτερη ζωή του, στη νεώτερη συνείδησή του, ἀγνοεῖ καί τους δυό τούτους παλιούς ξεπερασμένους κόσμους.

Ο Όλυμπος εἶναι τὸ δοξασμένο βουνό τῆς ἀρχαίας Ελλάδας, ἡ κατοικία τῶν ἀρχαίων θεῶν, τό πάνθεο τῆς ἀρχαίας ελληνικής λατρείας. Το κλέφτικο τραγούδι τ’ ἀγνοεῖ ὅλα τούτα ποὺ ἀπομένουν ξένα κι ἀνεγνώριστα στη σύγχρονη ζωή και πάλη τοῦ κλέφτη, τοῦ λαοῦ. Ὁ Ολυμπος εἶναι καί πάλι το δοξασμένο βουνό, ὄχι πια γιά τούς θεούς του μά για τους κλέφτικους ἀγῶνες:

Ο Όλυμπος κι Κίσσαβος τά δυο βουνά μαλώνουν

το ποιό να ρίξει τή βροχή, το ποιό να ρίξει χιόνι

Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι λυμπος το χιόνι.

Γυρίζει τότ’ λυμπος καί λέγει το Κισσάβου.

–Μή με μαλώνεις, Κίσσαβε, μπρέ τουρκοπατημένε,

πού σέ πατάει Κονιαριά κ’ ο λαρσινοί γάδες

Εγώ εμ’ γερο-Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος

χω σαράντα δυο κορφές κ’ ξήντα δυο βρυσούλες

κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί καί κλέφτης

κι ταν τό παίρν’ νοιξη κι νοίγουν τα κλαδάκια

γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους[1]

Στον ποιητικό κύκλο τῆς κλέφτικης επαναστατικῆς παράδοσης ὁ Ὄλυμπος παίρνει νέα θωριά. Εἶναι καί πάλι τυλιγμένος στη δόξα πού τόν κάνει να φαίνεται στον «κόσμο ξακουσμένος», μά οἱ λόγοι τώρα εἶναι ἄλλοι: εἶναι ὁ κλέφτης, ὁ λαϊκός ἀγωνιστής που κρύβεται και παλεύει στις κορφές του μέ το ντουφέκι στο χέρι και το φλάμπουρο σηκωμένο ψηλά και δέν ἀφήνει να πατήσουν τά ἱερά του χώματα οἱ ἀλλόφυλοι ξένοι δυνάστες. Ο Ὄλυμπος συμβολίζει το κάθε ἑλληνικό βουνό πού δέχτηκε καί φύλαξε τήν ἡρωική κλεφτουριά κα ἔγινε πεδίο ἢ ὁρμητήριο μάχης μέ τούς μισητούς ἐχθρούς. Αὐτή εἶναι ἡ νέα δόξα του καί μέσα σέ τέτοιαν ἀποθέωση τόν εἶδε καί τόν τραγούδησε ὁ λαός μας. Το βουνό μένει τό ἴδιο, πάντα τό ἴδιο, ἀπό τ’ ἀρχαῖα χρόνια ὥς τά νεώτερα, μά ή θωριά του ἀλλάζει κατά τήν ἱστορική εποχή καί κατά τη στάση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί του.

Νέα ζωή, ὁλότελα νέα και νέα, ὁλότελα νέα τά πλάσματά της.

Ο κλέφτικος ἐπικός κύκλος μπορεῖ νά χωριστεῖ σέ τέσσερα μέρη: α) στα καθαρά κλέφτικα, ὅσα δίνουν δηλαδή τήν εἰκόνα τῆς ζωῆς καί τῆς ἀδιάκοπης πάλης τοῦ ἀνυπόταχτου λαϊκοῦ ἀγωνιστῆ· β) στ’ ἀρματολικά, πού μᾶς δίνουν τήν εἰκόνα τῆς πολεμικῆς παράδοσης τοῦ ἀρματολισμοῦ μέ τόν ἰδιόμορφο χαρακτήρα τῆς ζωῆς καί τῆς πάλης του· γ) στα ἱστορικά, πού ἀναφέρονται στην ηρωική δράση ενός προσώπου ξεχωριστοῦ ἤ σ’ ἕνα μεγάλο περιστατικό ἱστορικῆς σημασίας (κυρίως ἐπαναστατικά κινήματα) στη ζωή του ἔθνους· καί δ) στα λαϊκά, που μιλάνε γιά τήν πάλη την κλέφτικη, γενικότερα τη λαϊκή, κατά τῆς ἐσωτερικῆς ἀντίδρασης τοῦ κοτζαμπασισμοῦ. Ὅμως, ὅλες αὐτές οἱ κατηγορίες δέν ξεκόβουν ὁλότελα ἡ μιά μέ τήν ἄλλη, μά ἴσα-ἴσα μπλέκονται ἡ μιά μέσα στήν ἄλλη κ’ ἐνῶ χωρίζουν τόν πυρήνα της ἡ καθεμιά, δέν ξεχωρίζουν αυστηρά τα σύνορά τους. Από τόν χαρακτήρα τῆς ζωῆς, τραγούδια κλέφτικα ἔχουν στοιχεῖα ἀρματολικά και τ’ ἀντίθετο, ὅπως καί τραγούδια ιστορικά ή λαϊκά ἔχουνε μέσα τους αρματολική ή κλέφτικη δράση.

Γιατί ὁ ραγιάς γίνεται αντάρτης, γιατί πάει κλέφτης στα βουνά; Θ’ ἀπαντήσει το λαϊκό τραγούδι πού θά ηρωοποιήσει τό πρόσωπο, τόν ἀνώνυμο αγωνιστή, καί θά εξιδανικέψει τήν πάλη του:

Νάμουν τόν Μάη πιστικός, τόν Αγουστο δραγάτης

κα στν καρδιά το χειμωνιο νάμουνα κρασοπούλος.

Μά πλιό καλά ‘ταν νμουνα αρματολός καί κλέφτης

ρματολός μέσ’ στα βουνά και κλέφτης μέσ’ στους κάμπους

νάχα τά βράχια δέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια

νά μέ κοιμν ο πέρδικες, νά μέ ξυπνν τ’ ηδόνια

καί στήν κορφή τς Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου

να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο νά μή μέ λένε…

Ὁ πόθος τοῦ λαϊκοῦ παλληκαριοῦ εἶναι νά ξεφύγει τή σκλαβιά, ν’ ἀνέβει στον ελεύτερον ἀγέρα τοῦ βουνοῦ καί κεῖ να «τρώει τούρκικα κορμιά», να πολεμάει δηλαδή καί νά θανατώνει τους τύραννους του τόπου του, χωρίς ν’ ἀκούει πιά τήν προσβολή τοῦ «σκλάβου». Από τίς ἀτομικές χαρές τῆς ζωῆς (πιστικός, δραγάτης, κρασοπούλος) τίποτα δέν τόν συγκινεῖ τώρα, γιατί ὅλα τοῦτα δέ λύνουν κανένα γενικό πρόβλημα ζωῆς. Ὁ δυνάστης μένει δυνάστης καί τό σπαθί του κρέμεται φοβερό πάνω ἀπό τό κεφάλι του ραγιᾶ. Ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς πάλης μαζί του. Μά εἶναι ἀκόμη πολύ πίσω, στο προστάδιο τῆς προσωπικῆς ἤ ἐλάχιστα ὁμαδικῆς δράσης. Ατομική λύτρωση ζητάει ὁ κλέφτης ὥστε «σκλάβο νά μήν τόν λένε». Δέν κατέχει ἀκόμη τήν ἁπλα τήν ἐθνική στα λυτρωτικά του οράματα.

Μά τοῦτο δέν ἔχει ἄλλη σημασία παρά χρονική μονάχα. Μέ τόν καιρό οἱ κλέφτες θα γενούν μπουλούκια, θα πλάσουν τόν ομαδικό βίο τους καί θά ξανοιχτοῦν σε δράση ὀργανωμένη. Ὅσο καί νἆναι τό ἐπίπεδο τῆς πάλης χαμηλό, χωρίς ὡριμότητα ἐθνική μεγαλωμένη μέ γενικούς σκοπούς καί νόμους καιμέ ἰσχυρό εθνικό κέντρο, τα στοιχεῖα τῆς ὀργάνωσης και της σχετικά πειθαρχημένης ζωῆς εἶναι χρειαζούμενα, γιατί δράση ἀντάρτικη, ἔστω καί ξεκομμένη, σε μπουλούκια, δέν μπορεῖ ν’ ἀνοιχτεί. Από την πείρα τῆς ζωῆς αὐτῆς καί τῆς πάλης, βγήκαν οἱ ἄγραφτοι νόμοι τῆς κλεφτουριάς. Ἐκεῖ μέσα, στη σκληράδα τῆς ἀδιάκοπης μάχης καί τῆς ἄγριας ζωής, πλάστηκε ἡ ἀντρειοσύνη του κλέφτη κ’ ἡ ὀμορφιά της ψυχής του, τα δυό κεντρικά στοιχεία που συνθέτουν τη λεβεντιά του. Μίσος στους τυράννους, πόλεμος φονικός, ἀφοβία, θυσία, ἀντοχή στούς κατατρεγμούς και στα βάσανα, ἡρωικό αντίκρισμα τοῦ θανάτου, ἀλλά καί ἀρετή, καθαρή καρδιά, ψυχικό μεγαλεῖο.

Το καλοκαίρι εἶναι ποθητό κ’ εἶναι ὄμορφο, γιατί τότε ξανοίγεται πλατειά κι ελεύτερη ἡ κλέφτικη δράση· ὁ χειμώνας ἔρχεται ἀδιάφορος, μπορεῖ καί μισητός, γιατί θά ἀναγκάσει τήν κλεφτουριά να λουφάξει:

Παιδιά, πρ’ χινόπωρος, παιδιά, πρ’ χειμώνας

πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, ξεσκισαν τά λημέρια

παιδιά μου, να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια

πιάστε τούς φίλους τους πιστούς καί τούς πιστούς κουμπάρους

παιδιά να ξεχειμάσουμε καί τοτον τό χειμνα…

Ἡ χειμωνιάτικη κακοκαιριά θα σκορπίσει και θα κρύψει κοντά στους «κουμπάρους», κοντά δηλαδή στους ραγιάδες, τούς κλέφτες, μά ὅλος ὁ ἄγονος καιρός θα περάσει μέ τήν κρυφή λαχτάρα νἄρθει κάποτε ἡ ἀνοιξιάτικη καλοσύνη για να ξαναρχίσει ἡ ἀνελέητη μέ τόν τύραννο πάλη:

Θέλετε δέντρα νθίσετε, θέλετε μαραθετε

στόν σκιο σας δέν κάθουμαι μαϊδέ καί στό δροσιό σας

μόν’ καρτερ τήν νοιξη, τμορφο καλοκαίρι

ν’ νοίξει γαρος καί γή οξιά, νά σκιώσουν τα λημέρια

νά βγον ο βλάχοι στα βουνά, νά βγον ο βλαχοπούλες

νά ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το ντουφέκι

νά πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια

ν βγ στς Γκούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια

για να σουρίξω κλέφτικα λημέρι σε λημέρι

να μάσω τα μπουλούκια μου πού τάχω σκορπισμένα

νά πμε να πατήσουμε νατά τά τουρκοχώρια

να κλάψουν μάνες για παιδιά, γυνακες γιά τούς ντρες…

Αδιάκοπο ἀνέβασμα και κατέβασμα γινήκαν τά ψηλά βουνά ἀπό τήν ὥρα πού οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς τά κάμανε λημέρι, ὁρμητήριο επαναστατικής δράσης για τη σκλαβωμένη ρωμιοσύνη. Ἔτσι, τώρα εἶναι ἀγαπητά κ’ εἶναι ὄμορφα, γιατί φυλάνε τίς ζωντανές μαχητικές δυνάμεις τοῦ λαοῦ πού χτυπᾶνε τόν τύραννο, προστατεύουν τον ραγιά και μια μέρα θα ξεσκλαβώσουν τόν τόπο.

Ἡ ζωή τῆς κλεφτουριᾶς εἶναι σκληρή, έχει βάσανα πολλά καί μεγάλα, μέσα σέ πολέμους ἀδιάκοπους χωρίς ἀνασασμό, μέρες και νύχτες γιομότες ἀγωνία και λαχτάρα. Ὁ ἀνώνυμος λαϊκός ποιητής θα τραγουδήσει τον καημό της:

Παιδιά, σάν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γεντε

νμένα να ρωτήσετε νά σς μολογήσω

τς κλεφτουρις τά βάσανα καί τν κλεφτν τα ντέρτια

Μαύρη ζωή πού κάνουμε νμες ο μαροι κλέφτες

ποτέ μας δεν αλλάζουμε καί δέν σπροφορομε

ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.

Δώδεκα χρόνους καμα στους κλέφτες καπετάνιος

ζεστό ψωμί δέ φαγα, δέν πλάγιασα σέ στρμα

τόν πνο δέ χόρτασα, το πνου τή γλυκάδα

το χέρι μου προσκέφαλο καί τό σπαθί μου στρώμα

καί τό καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.

Λιγοστοί θάναι οἱ κλέφτες μέ τήν καλή τύχη να μην πέσουν ἀπό βόλι ἐχθρικό, να περάσουν τη ζωή τους κλεφτοπολεμώντας καί να φτάσουν ἔτσι ὥς τά βαθειά τους γεράματα. Μα καιτότε ὁ καημός τοῦ γεροκλέφτη δέ θάναι ὁ θάνατος πού θά τόν γυροφέρνει, μὰ ἡ ἀντάρα τοῦ πολέμου πού χάνεται γι’ αυτόν, ὁ χωρισμός ἀπό τό πιό πολύτιμο καί τό πιό ἀκριβό πού κατέχει ὁ κλέφτης στον κόσμο: τ’ ἄρματα. Τοῦτος ὁ καημός θα ξεχυθεί στο τραγούδι:

Γέρασα μαύρος γέρασα, δέ μπορ περπατήσω

δέ μπορ σύρω τρματα, τά γέρημα τσαπράζια

τίς πέντε ράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα.

Ντουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα

καί σύ σπαθί μου διμισκί, μέ τή χρυσ τή χούφτα

δέν πρέπεστε για κρέμασμα οδέ γιά τό παζάρι

μόν’ πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα.

Ο κλέφτης θα πειθαρχήσει τη ζωή του κάτω ἀπ’ τοὺς ἄγραφτους νόμους τῆς κλεφτουριάς. Η στερεμένη του ζωή ἀπάνω στα βουνά, κυνηγώντας και κυνηγημένος μέ τόν ἐχθρό, δέ θά τόν κάνει να χάσει την ηθική του. Ἐδῶ ὁ κανόνας είναι βαρύς, ὅπως ὁ κανόνας τῆς μάχης καί τῆς ὁμαδικῆς πειθαρχίας. Ο σεβασμός στη γυναίκα, τή ρωμιοπούλα, τη ραγιαδοπούλα, σημαδεύει καί χαρακτηρίζει τήν ἀρετή του:

Που ‘σουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό που λείπεις

–Πήγα να μάσω λάχανα μέ τ’ λλα τα κορίτσια

κ’ ο κλέφτες μς γνάντευαν πό ψηλά λημέρια

–Κορίτσια μαυρομάτικα και γαϊτανοφρυδάτα

γιά λτε στο λημέρι μας δυό λόγια νά σς πομε

μήν εναι τορκοι στο χωριό, μήν εναι κι ρβανίτες;

–Εμες βγήκαμε ταχιά μέσ’ πό τό χωριό μας

δέν ξαίρουμε, δέν εδαμε κι ν εναι κι ν δέν εναι.

Σαράντα κλέφτες τανε τριγύρω ξαπλωμένοι

κ’ να μικρό κλεφτόπουλο ντυμένο στο χρυσάφι

πίδια μς φίλεψε καί κρυό νερό π’ τή βρύση

–Σύρτε, κορίτσια, στο καλό κι νθρώπου μήν τό πετε.

Μα οἱ κλέφτικοι καημοί είναι πολλοί. Ο πόλεμος, τα βάσανα, οἱ κίνδυνοι, ὁ θάνατος. Όλους θα τους περάσει αλαφροπατώντας. Ο λυτρωμός είναι ιδανικό ανώτερο πού κάνει γιά τόν ἀγωνιστή τον τραχιό δρόμο του ανοιχτή δημοσιά. Έρχεται κάποτε τό σύντομο διάλειμμα, ή ποθητή ξεκούραση, τό χαροκόπι:

Καλς νταμωθήκαμε νμες ο ντερτιλήδες

να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας

πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ νταμωθομε

στον Άγιο Λι στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι

πόχουν ο κλέφτες σύνοδο κ’ ο καπιταναραίοι

πόχουν αρνιά καί μένουνε, κριάρια σουγλισμένα

οπόχουν και γλυκό κρασί πό τό μοναστήρι

κ’ χουν τή Γκόλφω στο πλευρό καί τούς κερνάει και πίνουν.

Κι καπετάνιος τούς μιλάει κι καπετάνιος λέει:

–Γιά φάτε, πιέτε βρε παιδιά, χαρετε να χαρομε

τοτον τ χρόνο τον καλό, τόν λλο ποιός το ξέρει

γι ζομε, γιά πεθαίνουμε, γιά σ’ λλον κόσμο πάμε.

Καί τό χαροκόπι λοιπόν τοῦ κλέφτη ἰσκιώνεται ἀπό τή βαθειά προσμονή. Ο θάνατος πάντα γυρνάει ἀπάνω του. Ας φάνε κι ἄς πιοῦνε κι ἂς χαροῦνε τώρα πού εἶναι ζωντανοί γιατί τό αύριο ὁ κλέφτης δεν τό γνωρίζει. Σε κάποιο βουνό, σε κάποια ρεματιά, σε κάποιον ὄχτο ή σε κάποιο διάσελο, παραμονεύει πάντα το φαρμακερό βόλι τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ χαρά κι ὁ θάνατος μπλέκονται κι ἀγκαλιάζουνται σε κοινή πορεία μέσα στην κλέφτικη ζωή καί πάλη. Ἡ ὥρα θάρθει κάποτε που το πικρό βόλι θα κόψει το νήμα της ζωής του. Όμως και βαριά λαβωμένος δέ θα δειλιάσει και ψυχομαχώντας θά ἀντικρίσει τον χάρο καὶ θὰ χαιρετήσει τη ζωή παλληκαρίσια:

λιος βασίλευε κι Δμος παραγγέλνει

σύρτε παιδιά μου στο νερό, ψωμί να φάτε’ πόψε

και συ Λαμπράκη μ’ ανηψιέ, έλα κάτσε κοντά μου

να σου χαρίσω τρματα να γένεις καπετάνιος,

Παιδιά μου μή μ’ φήνετε στον ρημο τον τόπο

για πάρτε καί σύρτε με ψηλά στην κρύα βρύση

πού ‘νε τά δέντρα τα δασιά, τά πυκναραδιασμένα

κόψτε κλαδιά καί στρώστε μου καί βάλτε με νά κάτσω

καί φέρτε τον πνευματικό νά μέ ξομολογήσει

γι ν το π τ κρίματα όσα έχω καμωμένα

δώδεκα χρόνια αρματολός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

Και βγάλτε τα χατζάρια σας φκιάστε μ’ ωριό κιβούρι

νά ‘νε πλατύ για τρματα μακρύ γιά τό κοντάρι

και στη δεξιά μου τή μεριά ν’ φστε παραθύρι

νά μπαίνει λιος τό πρωΐ καί τό δροσιό τό βράδι

νά μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, τς νοιξης τ’ ηδόνια

καί νά περνν ο γέμορφες νά μέ καλημεράνε[2].

Τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου, τῆς μάχης καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, τοῦ θανάτου, φαίνεται ὁ ἄνθρωπος. Οἱ δειλοί θα κλάψουν, οἱ μαραζωμένοι θ’ ἀπελπιστούν, μά οἱ ἀντρειωμένοι τῆς ψυχῆς θ’ἀντικρίσουν τόν θάνατο παλληκαρίσια, ὅπως τόν ἐχθρό την ὥρα τῆς μάχης – ἐχθρό καί τοῦτον ἀνελέητο. Η πάλη μονάχα πλάθει τόν ἄνθρωπο παλληκάρι, τόν ἀρματώνει με ρώμη ψυχική καί τόν ὁδηγεῖ νά στέκεται μέ ἀκατάβλητο θάρρος μπροστά στή ζωή, ακόμη και στην κατάλυσή της. Τέτοια εἶναι ἡ κλέφτικη επαναστατική ζωή. Πάει το μαράζι, ο φόβος, ἡ ταπεινή ἀρρωστημένη ψυχή. Ο κλέφτης έτσι βλέπει τον θάνατο – στερνή του πάλη. Λαβωμένος καί πεθαίνοντας δυό οράματα κυκλώνουν τη φαντασία του: ἡ ζωή κι ὁ πόλεμος. Την πρώτη τὴν ἀποχαιρετάει και τόσο βαθειά εἶναι ἡ ἀγάπη του γι’ αὐτήν, που θέλει στο κιβούρι του ἀνοιχτό παραθύρι για να χαίρεται τήν ἄνοιξη καί τίς όμορφες γυναῖκες. Τό δεύτερο δέν τόν ἀφήνει οὔτε καί μέσα στον τάφο κι ὁ πόθος του εἶναι ν’ αποχτήσει μακρύ καί πλατύ κιβούρι για να μπορεί να «στέκει ὀρθός να πολεμάει καί δίπλα να γεμίζει». Πολεμάει – κι ὁ θάνατος, που ἔμαθε να περιφρονεῖ, τόν παραστέκει. Πεθαίνει – κι ἀφήνει τη στερνή πνοή του πολεμώντας. Νὰ ὁ τέλειος τύπος τοῦ κλέφτη πού ἀνεβαίνει σε ιδανικό τύπο ἀνθρώπου για να καταξιώσει τη ζωή.


[1]Τα κείμενα των δημοτικών τραγουδιών που παραθέτω είναι παρμένα από τις «Εκλογές κλπ.» του Ν. Πολίτη. Τα προτίμησα για τη γλωσσική τους άρτιότητα, ἄν καί εἶναι γνωστό πώς ὁ Πολίτης έκανε επεμβάσεις στα κείμενα, διαλέγοντας και συμπληρώνοντας ἀπὸ τις διάφορες παραλλαγές, όπως του βολούσε. Παρ’ όλ’ αυτά ή συλλογή του είναι η εγκυρότερη και η σοβαρότερη. Όπου τα κείμενα είναι από το Fauriel, τον Passow κλπ., αναφέρω τα ονόματα.

[2]Ο Fauriel, που παραθέτει στη συλλογή του το ίδιο τραγούδι, όχι ακριβώς στην παραλλαγή του Ν. Πολίτη, ἀγνοεί τον στίχο άρ. 13 που λέει «να ‘νε μακρύ για τάρματα, πλατύ για το κοντάρι». Ὅμως ὁ Πολίτης παραγεμίζει το τραγούδι με τον στίχο τοῦτο παρμένον ἀπὸ κάποιαν άλλη παραλλαγή για να δείξει τήν ἀκριτική και μάλιστα, ακόμη πιο πίσω, τὴν ἀρχαιοελληνική καταγωγή του.