Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μας ένα μεγάλο μέρος του αρχείου της Αδέσμευτης Κίνησης Γυναικών. Καθώς το αρχειοθετούσαμε και με ενδιαφέρον ξεψαχνίζαμε την αρθρογραφία και τις έρευνες που έκανε η ΑΚΓ για τα ζητήματα των γυναικών, έπεσε η ματιά μας σε μια συνέντευξη του 1994.

Ανεξαρτήτως διαφωνιών που μπορεί να έχει καμία με τις θέσεις της ΑΚΓ πρέπει να της αναγνωριστεί ότι έκανε πραγματικά καλή δουλειά σε επίπεδο φεμινιστικής αντιπληροφόρησης. Στο φύλλο της εφημερίδας του Μαΐου 1994 μέλη της ΑΚΓ πήραν συνέντευξη στη Βέρα Κουζνετσόβα γεννημένη το 1951 στο Σουργκούτ της κεντρικής Σιβηρίας. Στις 43 ερωτήσεις που της γίνονται καλύπτονται θέματα για τις γυναίκες στην πρώην ΕΣΣΔ και στο Σουργκούτ συγκεκριμένα (χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, πορνεία, παιδεία-εργασία, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, διαζύγια, αμβλώσεις κλπ).

Με πολύ ενδιαφέρον διαβάζει καμία την μετάβαση της ΕΣΣΔ στον «ελεύθερο κόσμο» και βγάζει τα συμπεράσματά της. Με την πρώτη ευκαιρία θα δαχτυλογραφήσουμε ολόκληρη τη συνέντευξη και ας έχουν περάσει 27 ολόκληρα χρόνια από τότε. Στο τέλος της συνέντευξης η Β. Κουζνετσόβα μιλά για τον «μυστήριο άνθρωπο 3Ν» που δεν είναι άλλος από τον εξόριστο επαναστάτη κομμουνιστή αρχηγό του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη. Διηγείται πως ένα παιδικό παιχνίδι «κατασκοπείας» την οδήγησε σταδιακά στην έρευνα για τον Νίκο Ζαχαριάδη, γείτονά της των παιδικών χρόνων. Η ίδια δεν μιλά για αυτοκτονία αλλά για δολοφονία.

Η υπεράσπιση του Νίκου Ζαχαριάδη και του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ για μας δεν είναι ούτε φετίχ, ούτε μεγάλα λόγια, κομπασμός και στείρα συνθηματολογία. Είναι μια συνεχή δουλειά μυρμηγκιού σε όλα τα επίπεδα για να μπουν τα θεμέλια και να καταφέρει να στηθεί πραγματικά ένας φορέας που θα πετάξει όλη τη λάσπη και τη διαστρέβλωση που επί δεκαετίες έχουν σκεπάσει το κομμουνιστικό κίνημα.

***

– Πες μας τώρα για τον Νίκο Ζαχαριάδη.

– Το 1962 ήμουν 11 χρόνων. Στο σπίτι της γιαγιάς της φίλης μου που ήταν απέναντι από το δικό μου ζούσε ένας άνδρας περίπου 60 χρόνων. Δεν μπορώ να καταλάβω τι με τράβηξε σ’ αυτόν αλλά ενδόμυχα πίστευα ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Άρχισε έτσι μεταξύ μας ένα παιχνίδι και τον παρακολουθούσα συστηματικά, ήταν διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους στο Σουργκούτ. Αρχίσαμε με δυο φίλες μου να παρακολουθούμε συστηματικά αυτόν τον όμορφο και ασυνήθιστο άνθρωπο. Πότε έφευγε και πότε γύριζε στο σπίτι, ποιος τον επισκεπτόταν, τι έγραφε. Αργότερα άλλαξε δυο σπίτια, αλλά με την παιδική μου περιέργεια ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ήξερα ότι ήταν Έλληνας και τον έκρυψαν στο Σουργκούτ. Ήταν ένα βαθύ μυστήριο. Όταν μεγάλωσα διάβασα βιβλία και προσπάθησα να βρω φωτογραφίες και να μάθω κάτι γι’ αυτόν. Κυκλοφορούσαν πολλές εκδοχές στην πόλη. Η πιο διαδεδομένη ήταν ότι πρόκειται για τον Μανώλη Γλέζο. Όταν ήμουν 16 ετών ο Νικολάϊ Ιβάνιτσι που έψαχνε το θέμα αυτό μου μίλησε για τις διάφορες αυτές εκδοχές. Λίγο αργότερα ο συγγραφέας Λιρπακώφ είδε τυχαία στην παλιά σοβιετική εγκυκλοπαίδεια του 1950-52 ένα βιογραφικό σημείωμα και τη φωτογραφία του Ζαχαριάδη. Ο Λιρπακώφ είχε αναλάβει μια εργασία για το Νίκο Ζαχαριάδη με τίτλο «Από τους Έλληνες στους Βαριάγκους». Αυτή όμως την εργασία την απαγόρευσαν.

Σκαλίζοντας δε την εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψε ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Έχασα κάθε επαφή όταν έφυγα για το Πανεπιστήμιο στο Τιουμέν που απείχε περίπου 700 χιλιόμετρα από το Σουργκούτ. Όταν επέστρεψα στην πόλη μου το 1973 έμαθα από τις φίλες μου αυτές που ασχολούμασταν με την «κατασκοπεία» και την παρακολούθηση του Νίκου Ζαχαριάδη, ότι ο Νικολάϊ Νικολάγιεβιτς Νικολάγιεφ είχε πεθάνει αλλά ο κόσμος δεν ήξερε από τι πέθανε, πως πέθανε και κυκλοφορούσαν πολλές εκδοχές για το θάνατό του. Μετά το γεγονός άρχισε να ξεχνιέται. Εμείς όμως οι παλιές φιλενάδες το συζητούσαμε συχνά, και γενικά θυμόμασταν τα 3 Ν (έτσι είχαμε ονομάσει αυτόν τον περίεργο ξένο). Τελευταία το συζητούσαμε πιο συχνά. Ίσως να ήτανε και μια σύνδεση της μοίρας, της τύχης. Ίσως να ήτανε και πραγματικά γραφτό να ξαναπαρουσιαστεί, να ξαναβγεί στην επιφάνεια, να αναστηθεί αυτό το όνομα. Ένα πρωί γύρω στα 1990 παρουσιάστηκε στο «Βήμα του Σουργκούτ» μια μικρή ανταπόκριση. «Υπήρξε άραγε στο Σουργκούτ ο Μανώλης Γλέζος;». Σ’ αυτό απάντησα μόνο εγώ. Πέρασε καιρός. Πολλές φορές σκεπτόμουν αυτή την ιστορία. Και τότε έγραψα ένα κείμενο με τίτλο «Από τους Έλληνες στους Βαριάγκους». Αυτό το έκανα προς τιμήν του παλιού συγγραφέα, κάτι σαν μνημόσυνο, γιατί δεν του είχαν επιτρέψει να το δημοσιεύσει. Εγώ έγραψα μια από τις εκδοχές για τα 3Ν και πάλι μπέρδεψα τον Νικολάϊ Νικολάγιεβιτς Νικολάγιεφ με το Μανώλη Γλέζο. Το άρθρο μου έκανε μεγάλη εντύπωση σ’ όλη την πόλη γιατί βγήκε στην επιφάνεια μια κρυφή ιστορία. Στη σύνταξη κατέφθασαν δεκάδες γράμματα άλλα καλά και άλλα με σκληρή κριτική. Κάποιοι έγραψαν ότι ο μυστικός δεσμώτης δεν ήταν ο Γλέζος αλλά ο Ζαχαριάδης. Και τότε αρχίσαμε να ψάχνουμε και πάλι τις παλιές εγκυκλοπαίδειες να βρούμε το όνομα του Ζαχαριάδη και να κάνουμε σύγκριση. Μόλις είδα τη φωτογραφία του, τον αναγνώρισα και κατάλαβα. Το σκοτάδι έφυγε και θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει ο Λιρπακώφ πριν 20 χρόνια.

Και τα θυμήθηκα όλα. Και έτσι άρχισα την έρευνα. Στη διάθεση μου υπήρχαν δυστυχώς μόνο η θέληση μου, οι παιδικές μου αναμνήσεις και τα πολύ θερμά αισθήματα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Άφησα τη δουλειά μου και επί τρεις μέρες έψαχνα στην πόλη και την παλιά πόλη, να βρω στοιχεία και πιθανούς μάρτυρες. Σε μια εβδομάδα μέσα συγκέντρωσα πάρα πολύ υλικό και έγραψα ένα καινούργιο άρθρο με τίτλο «Ποιος είσαι τέλος πάντων Νικολάϊ Νικολάγιεβιτς Νικολάγιεφ;». Σ’ αυτό το άρθρο μιλάω καθαρά για τον Νίκο Ζαχαριάδη. Έκανα αυτοκριτική για το άρθρο μου και περιέγραψα όλες μου τις αναμνήσεις. Πολλοί αντέδρασαν. Μου έλεγαν «μη χώνεις τη μύτη σου παντού» ή «θα έχεις συνέπειες». Αλλά εγώ συνέχισα. Έγραψα πολλά άρθρα και ερχόμουν σε επικοινωνία με πρόσωπα που είχαν σχέση με την παλιά ιστορία. Τότε κατά περίεργο τρόπο γράφτηκαν μικρά και μεγάλα άρθρα σε άλλα μέρη, ότι στο Σουργκούτ, αυτή την απομακρυσμένη πόλη αποκαλύφθηκε το μυστικό ενός διάσημου δεσμώτη. Μετά ακολούθησε η επίσκεψη του Γ. Μαύρου ανταποκριτή της «Ελευθεροτυπίας». Έφερα τον Γ. Μαύρο σε επαφή με αρμόδια πρόσωπα όπως τον φρουρό του Ζαχαριάδη, τον ιατροδικαστή που έγραψε ψέματα, μετά από πίεση, ότι ο Ν. Ζαχαριάδης πέθανε από την καρδιά του. Όταν κουβέντιασα με τον ιατροδικαστή παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε καρδιακή προσβολή αλλά δολοφονία. Αργότερα, κάναμε μια τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο: «Τα παιδιά της επανάστασης που δεν αγαπήθηκαν». Αυτή η εκπομπή έκανε το γύρο πολλών πόλεων και έφτασε μέχρι το Μποροβίτσι την πόλη που ο Ν. Ζαχαριάδης είχε εξοριστεί για πρώτη φορά κάπου 200 χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Τώρα συνεχίζω αυτή τη δουλειά. Βρήκα παλιές φωτογραφίες του Σουργκούτ και τα σπίτια που κατά καιρούς έμεινε, μίλησα με πάρα πολλά πρόσωπα και έψαξα αρχεία. Είναι ένα έργο ζωής για μένα. Προσπαθώ να μάθω και ελληνικά για να διαβάζω μόνη μου αυτά που χρειάζομαι.

– Του είχες μιλήσει ποτέ Βέρα;

– Βέβαια. Τον φωνάζαμε θείο Νικολάϊ ή προσπαθούσαμε να του δώσουμε κάτι για να τραβήξουμε την προσοχή του. Αυτός γενικά ήταν ατάραχος και υπέφερε με χαμόγελο τα πειράγματα που του κάναμε. Του είχαμε γίνει τόσο «κολλιτσίδες» που τον ακολουθούσαμε και στο ποτάμι όπου πήγαινε για μπάνιο. Είχε μια περίεργη βαθιά φωνή που πάντα τη φέρνω στη μνήμη μου. Ήταν μια μαλακιά ευχάριστη φωνή. Μιλούσε τα ρώσικα πολύ καλά και καθαρά. Θα λεγα θαυμάσια. Πολλοί έλεγαν ότι είχε ένα ξενικό τόνο στην προφορά. Όπως σας είπα για μένα είναι έργο ζωής και θα το συνεχίσω, ίσως έτσι εκπληρώσω ένα παλιό όνειρο που είχα από παιδί. Τη σχέση μου με την Ελλάδα.

Πάντως Βέρα η σημερινή βραδιά ήταν μία από τις πιο σημαντικές που πέρασε η ομάδα. Γιατί είσαι από πολύ μακριά και τόσο γρήγορα νιώσαμε πολύ κοντά και ζεστά.

– Τα ίδια συναισθήματα έχω και εγώ και πιστεύω ότι είμαστε φίλες από παλιά. Θα σας στέλνω ότι νέα έχω από το Σουργκούτ. Ότι αφορά τη θέση των γυναικών και την πορεία τους στη χώρα μου. Ελπίζω σύντομα να έρθετε όλες να δείτε τη πόλη μου, να δείτε τη πόλη που εξορίστηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης για πάρα πολλά χρόνια, έστω και αν αυτή βρίσκεται τόσο πολύ μακριά.